EL.png χορεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • χορεύω
  • χορεύεις
  • χορεύει
  • χορεύουμε
  • χορεύετε
  • χορεύουν

Υποτακτική

  • νά χορεύω
  • νά χορεύεις
  • νά χορεύει
  • νά χορεύουμε
  • νά χορεύετε
  • νά χορεύουν
 

Προστακτική

  • χόρευε
  • χορεύετε

Μετοχή

  • χορεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • χόρευα
  • χόρευες
  • χόρευε
  • χορεύαμε
  • χορεύατε
  • χόρευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά χορεύω
  • θά χορεύεις
  • θά χορεύει
  • θά χορεύουμε
  • θά χορεύετε
  • θά χορεύουν

Στιγμιαίος

  • θά χορέψω
  • θά χορέψεις
  • θά χορέψει
  • θά χορέψουμε
  • θά χορέψετε
  • θά χορέψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • χόρεψα
  • χόρεψες
  • χόρεψε
  • χορέψαμε
  • χορέψατε
  • χόρεψαν

Υποτακτική

  • νά χορέψω
  • νά χορέψεις
  • νά χορέψει
  • νά χορέψουμε
  • νά χορέψετε
  • νά χορέψουν
 

Προστακτική

  • χόρεψε
  • χορέψτε

Απαρέμφατο

  • χορέψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω χορέψει
  • έχεις χορέψει
  • έχει χορέψει
  • έχουμε χορέψει
  • έχετε χορέψει
  • έχουν χορέψει

Υποτακτική

  • νά έχω χορέψει
  • νά έχεις χορέψει
  • νά έχει χορέψει
  • νά έχουμε χορέψει
  • νά έχετε χορέψει
  • νά έχουν χορέψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα χορέψει
  • είχες χορέψει
  • είχε χορέψει
  • είχαμε χορέψει
  • είχατε χορέψει
  • είχαν χορέψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω χορέψει
  • θά έχεις χορέψει
  • θά έχει χορέψει
  • θά έχουμε χορέψει
  • θά έχετε χορέψει
  • θά έχουν χορέψει