EL.png φουντώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • φουντώνω
  • φουντώνεις
  • φουντώνει
  • φουντώνουμε
  • φουντώνετε
  • φουντώνουν

Υποτακτική

  • νά φουντώνω
  • νά φουντώνεις
  • νά φουντώνει
  • νά φουντώνουμε
  • νά φουντώνετε
  • νά φουντώνουν
 

Προστακτική

  • φούντωνε
  • φουντώνετε

Μετοχή

  • φουντώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • φούντωνα
  • φούντωνες
  • φούντωνε
  • φουντώναμε
  • φουντώνατε
  • φούντωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά φουντώνω
  • θά φουντώνεις
  • θά φουντώνει
  • θά φουντώνουμε
  • θά φουντώνετε
  • θά φουντώνουν

Στιγμιαίος

  • θά φουντώσω
  • θά φουντώσεις
  • θά φουντώσει
  • θά φουντώσουμε
  • θά φουντώσετε
  • θά φουντώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • φούντωσα
  • φούντωσες
  • φούντωσε
  • φουντώσαμε
  • φουντώσατε
  • φούντωσαν

Υποτακτική

  • νά φουντώσω
  • νά φουντώσεις
  • νά φουντώσει
  • νά φουντώσουμε
  • νά φουντώσετε
  • νά φουντώσουν
 

Προστακτική

  • φούντωσε
  • φουντώστε

Απαρέμφατο

  • φουντώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω φουντώσει
  • έχεις φουντώσει
  • έχει φουντώσει
  • έχουμε φουντώσει
  • έχετε φουντώσει
  • έχουν φουντώσει

Υποτακτική

  • νά έχω φουντώσει
  • νά έχεις φουντώσει
  • νά έχει φουντώσει
  • νά έχουμε φουντώσει
  • νά έχετε φουντώσει
  • νά έχουν φουντώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα φουντώσει
  • είχες φουντώσει
  • είχε φουντώσει
  • είχαμε φουντώσει
  • είχατε φουντώσει
  • είχαν φουντώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω φουντώσει
  • θά έχεις φουντώσει
  • θά έχει φουντώσει
  • θά έχουμε φουντώσει
  • θά έχετε φουντώσει
  • θά έχουν φουντώσει