EL.png φοβούμαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • φοβούμαι
  • φοβάσαι
  • φοβάται
  • φοβούμαστε
  • φοβάστε
  • φοβούντε

Υποτακτική

  • νά φοβούμαι
  • νά φοβάσαι
  • νά φοβάται
  • νά φοβούμαστε
  • νά φοβάστε
  • νά φοβούντε
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • φοβόμουν
  • φοβόσουν
  • φοβόταν
  • φοβόμαστε
  • φοβάστε
  • φοβούνταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά φοβούμαι
  • θά φοβάσαι
  • θά φοβάται
  • θά φοβούμαστε
  • θά φοβάστε
  • θά φοβούντε

Στιγμιαίος

  • θά φοβηθώ
  • θά φοβηθείς
  • θά φοβηθεί
  • θά φοβηθούμε
  • θά φοβηθείτε
  • θά φοβηθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • φοβήθηκα
  • φοβήθηκες
  • φοβήθηκε
  • φοβηθήκαμε
  • φοβηθήκατε
  • φοβήθηκαν

Υποτακτική

  • νά φοβηθώ
  • νά φοβηθείς
  • νά φοβηθεί
  • νά φοβηθούμε
  • νά φοβηθείτε
  • νά φοβηθούν
 

Προστακτική

  • φοβήσου
  • φοβηθείτε

Απαρέμφατο

  • φοβηθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω φοβηθεί
  • έχεις φοβηθεί
  • έχει φοβηθεί
  • έχουμε φοβηθεί
  • έχετε φοβηθεί
  • έχουν φοβηθεί

Υποτακτική

  • νά έχω φοβηθεί
  • νά έχεις φοβηθεί
  • νά έχει φοβηθεί
  • νά έχουμε φοβηθεί
  • νά έχετε φοβηθεί
  • νά έχουν φοβηθεί
 

Μετοχή

  • φοβισμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα φοβηθεί
  • είχες φοβηθεί
  • είχε φοβηθεί
  • είχαμε φοβηθεί
  • είχατε φοβηθεί
  • είχαν φοβηθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω φοβηθεί
  • θά έχεις φοβηθεί
  • θά έχει φοβηθεί
  • θά έχουμε φοβηθεί
  • θά έχετε φοβηθεί
  • θά έχουν φοβηθεί