EL.png υπερβάλλω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • υπερβάλλω
  • υπερβάλλεις
  • υπερβάλλει
  • υπερβάλλουμε
  • υπερβάλλετε
  • υπερβάλλουν

Υποτακτική

  • νά υπερβάλλω
  • νά υπερβάλλεις
  • νά υπερβάλλει
  • νά υπερβάλλουμε
  • νά υπερβάλλετε
  • νά υπερβάλλουν
 

Προστακτική

  • υπέρβαλλε
  • υπερβάλλετε

Μετοχή

  • υπερβάλλοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • υπέρβαλλα
  • υπέρβαλλες
  • υπέρβαλλε
  • υπερβάλλαμε
  • υπερβάλλατε
  • υπερβάλλαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά υπερβάλλω
  • θά υπερβάλλεις
  • θά υπερβάλλει
  • θά υπερβάλλουμε
  • θά υπερβάλλετε
  • θά υπερβάλλουν

Στιγμιαίος

  • θά υπερβάλω
  • θά υπερβάλεις
  • θά υπερβάλει
  • θά υπερβάλουμε
  • θά υπερβάλετε
  • θά υπερβάλουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • υπέρβαλα
  • υπέρβαλες
  • υπέρβαλε
  • υπερβάλαμε
  • υπερβάλατε
  • υπέρβαλαν

Υποτακτική

  • νά υπερβάλω
  • νά υπερβάλεις
  • νά υπερβάλει
  • νά υπερβάλουμε
  • νά υπερβάλετε
  • νά υπερβάλουν
 

Προστακτική

  • υπέρβαλε
  • υπερβάλετε

Απαρέμφατο

  • υπερβάλει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω υπερβάλει
  • έχεις υπερβάλει
  • έχει υπερβάλει
  • έχουμε υπερβάλει
  • έχετε υπερβάλει
  • έχουν υπερβάλει

Υποτακτική

  • νά έχω υπερβάλει
  • νά έχεις υπερβάλει
  • νά έχει υπερβάλει
  • νά έχουμε υπερβάλει
  • νά έχετε υπερβάλει
  • νά έχουν υπερβάλει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα υπερβάλει
  • είχες υπερβάλει
  • είχε υπερβάλει
  • είχαμε υπερβάλει
  • είχατε υπερβάλει
  • είχαν υπερβάλει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω υπερβάλει
  • θά έχεις υπερβάλει
  • θά έχει υπερβάλει
  • θά έχουμε υπερβάλει
  • θά έχετε υπερβάλει
  • θά έχουν υπερβάλει