EL.png τρώ(γ)ω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • τρώ(γ)ω
  • τρώ(γεις)ς
  • τρώ(γει)ει
  • τρώ(γουμε)με
  • τρώ(γετε)τε
  • τρώ(γουν)ν

Υποτακτική

  • νά τρώ(γ)ω
  • νά τρώ(γεις)ς
  • νά τρώ(γει)ει
  • νά τρώ(γουμε)με
  • νά τρώ(γετε)τε
  • νά τρώ(γουν)ν
 

Προστακτική

  • τρώ(γε)ε
  • τρώ(γετε)τε

Μετοχή

  • τρώ(γοντας)οντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έτρωγα
  • έτρωγες
  • έτρωγε
  • τρώγαμε
  • τρώγατε
  • έτρωγαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά τρώ(γ)ω
  • θά τρώ(γεις)ς
  • θά τρώ(γει)ει
  • θά τρώ(γουμε)με
  • θά τρώ(γετε)τε
  • θά τρώ(γουν)ν

Στιγμιαίος

  • θά φά(γ)ω
  • θά φάς
  • θά φά(γ)ει
  • θά φάμε
  • θά φάτε
  • θά φά(γ)ουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έφαγα
  • έφαγες
  • έφαγε
  • φάγαμε
  • φάγατε
  • έφαγαν

Υποτακτική

  • νά φά(γ)ω
  • νά φάς
  • νά φά(γ)ει
  • νά φάμε
  • νά φάτε
  • νά φά(γ)ουν
 

Προστακτική

  • φάγε
  • φάτε

Απαρέμφατο

  • φάγει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω φάγει
  • έχεις φάγει
  • έχει φάγει
  • έχουμε φάγει
  • έχετε φάγει
  • έχουν φάγει

Υποτακτική

  • νά έχω φάγει
  • νά έχεις φάγει
  • νά έχει φάγει
  • νά έχουμε φάγει
  • νά έχετε φάγει
  • νά έχουν φάγει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα φάγει
  • είχες φάγει
  • είχε φάγει
  • είχαμε φάγει
  • είχατε φάγει
  • είχαν φάγει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω φάγει
  • θά έχεις φάγει
  • θά έχει φάγει
  • θά έχουμε φάγει
  • θά έχετε φάγει
  • θά έχουν φάγει