ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- τρίβω
- τρίβεις
- τρίβει
- τρίβουμε
- τρίβετε
- τρίβουν
Υποτακτική
- νά τρίβω
- νά τρίβεις
- νά τρίβει
- νά τρίβουμε
- νά τρίβετε
- νά τρίβουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- έτριβα
- έτριβες
- έτριβε
- τρίβαμε
- τρίβατε
- έτριβαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά τρίβω
- θά τρίβεις
- θά τρίβει
- θά τρίβουμε
- θά τρίβετε
- θά τρίβουν
Στιγμιαίος
- θά τρίψω
- θά τρίψεις
- θά τρίψει
- θά τρίψουμε
- θά τρίψετε
- θά τρίψουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έτριψα
- έτριψες
- έτριψε
- τρίψαμε
- τρίψατε
- έτριψαν
Υποτακτική
- νά τρίψω
- νά τρίψεις
- νά τρίψει
- νά τρίψουμε
- νά τρίψετε
- νά τρίψουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω τρίψει
- έχεις τρίψει
- έχει τρίψει
- έχουμε τρίψει
- έχετε τρίψει
- έχουν τρίψει
Υποτακτική
- νά έχω τρίψει
- νά έχεις τρίψει
- νά έχει τρίψει
- νά έχουμε τρίψει
- νά έχετε τρίψει
- νά έχουν τρίψει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα τρίψει
- είχες τρίψει
- είχε τρίψει
- είχαμε τρίψει
- είχατε τρίψει
- είχαν τρίψει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω τρίψει
- θά έχεις τρίψει
- θά έχει τρίψει
- θά έχουμε τρίψει
- θά έχετε τρίψει
- θά έχουν τρίψει