EL.png τηγανίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • τηγανίζω
  • τηγανίζεις
  • τηγανίζει
  • τηγανίζουμε
  • τηγανίζετε
  • τηγανίζουν

Υποτακτική

  • νά τηγανίζω
  • νά τηγανίζεις
  • νά τηγανίζει
  • νά τηγανίζουμε
  • νά τηγανίζετε
  • νά τηγανίζουν
 

Προστακτική

  • τηγάνιζε
  • τηγανίζετε

Μετοχή

  • τηγανίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • τηγάνιζα
  • τηγάνιζες
  • τηγάνιζε
  • τηγανίζαμε
  • τηγανίζατε
  • τηγάνιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά τηγανίζω
  • θά τηγανίζεις
  • θά τηγανίζει
  • θά τηγανίζουμε
  • θά τηγανίζετε
  • θά τηγανίζουν

Στιγμιαίος

  • θά τηγανίσω
  • θά τηγανίσεις
  • θά τηγανίσει
  • θά τηγανίσουμε
  • θά τηγανίσετε
  • θά τηγανίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • τηγάνισα
  • τηγάνισες
  • τηγάνισε
  • τηγανίσαμε
  • τηγανίσατε
  • τηγάνισαν

Υποτακτική

  • νά τηγανίσω
  • νά τηγανίσεις
  • νά τηγανίσει
  • νά τηγανίσουμε
  • νά τηγανίσετε
  • νά τηγανίσουν
 

Προστακτική

  • τηγάνισε
  • τηγανίστε

Απαρέμφατο

  • τηγανίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω τηγανίσει
  • έχεις τηγανίσει
  • έχει τηγανίσει
  • έχουμε τηγανίσει
  • έχετε τηγανίσει
  • έχουν τηγανίσει

Υποτακτική

  • νά έχω τηγανίσει
  • νά έχεις τηγανίσει
  • νά έχει τηγανίσει
  • νά έχουμε τηγανίσει
  • νά έχετε τηγανίσει
  • νά έχουν τηγανίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα τηγανίσει
  • είχες τηγανίσει
  • είχε τηγανίσει
  • είχαμε τηγανίσει
  • είχατε τηγανίσει
  • είχαν τηγανίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω τηγανίσει
  • θά έχεις τηγανίσει
  • θά έχει τηγανίσει
  • θά έχουμε τηγανίσει
  • θά έχετε τηγανίσει
  • θά έχουν τηγανίσει