ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- συμβουλεύομαι
- συμβουλεύεσαι
- συμβουλεύεται
- συμβουλευόμαστε
- συμβουλεύεστε
- συμβουλεύονται
Υποτακτική
- νά συμβουλεύομαι
- νά συμβουλεύεσαι
- νά συμβουλεύεται
- νά συμβουλευόμαστε
- νά συμβουλεύεστε
- νά συμβουλεύονται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- συμβουλευόμουν
- συμβουλευόσουν
- συμβουλευόταν
- συμβουλευόμαστε
- συμβουλευόσαστε
- συμβουλεύονταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά συμβουλεύομαι
- θά συμβουλεύεσαι
- θά συμβουλεύεται
- θά συμβουλευόμαστε
- θά συμβουλεύεστε
- θά συμβουλεύονται
Στιγμιαίος
- θά συμβουλευτώ
- θά συμβουλευτείς
- θά συμβουλευτεί
- θά συμβουλευτούμε
- θά συμβουλευτείτε
- θά συμβουλευτούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- συμβουλεύθηκα
- συμβουλεύθηκες
- συμβουλεύθηκε
- συμβουλευθήκαμε
- συμβουλευθήκατε
- συμβουλεύθηκαν
Υποτακτική
- νά συμβουλευτώ
- νά συμβουλευτείς
- νά συμβουλευτεί
- νά συμβουλευτούμε
- νά συμβουλευτείτε
- νά συμβουλευτούν
Προστακτική
- συμβουλέψου
- συμβουλευτείτε
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω συμβουλευθεί
- έχεις συμβουλευθεί
- έχει συμβουλευθεί
- έχουμε συμβουλευθεί
- έχετε συμβουλευθεί
- έχουν συμβουλευθεί
Υποτακτική
- νά έχω συμβουλευθεί
- νά έχεις συμβουλευθεί
- νά έχει συμβουλευθεί
- νά έχουμε συμβουλευθεί
- νά έχετε συμβουλευθεί
- νά έχουν συμβουλευθεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα συμβουλευθεί
- είχες συμβουλευθεί
- είχε συμβουλευθεί
- είχαμε συμβουλευθεί
- είχατε συμβουλευθεί
- είχαν συμβουλευθεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω συμβουλευθεί
- θά έχεις συμβουλευθεί
- θά έχει συμβουλευθεί
- θά έχουμε συμβουλευθεί
- θά έχετε συμβουλευθεί
- θά έχουν συμβουλευθεί