EL.png στρώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • στρώνω
  • στρώνεις
  • στρώνει
  • στρώνουμε
  • στρώνετε
  • στρώνουν

Υποτακτική

  • νά στρώνω
  • νά στρώνεις
  • νά στρώνει
  • νά στρώνουμε
  • νά στρώνετε
  • νά στρώνουν
 

Προστακτική

  • στρώνε
  • στρώνετε

Μετοχή

  • στρώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έστρωνα
  • έστρωνες
  • έστρωνε
  • στρώναμε
  • στρώνατε
  • έστρωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά στρώνω
  • θά στρώνεις
  • θά στρώνει
  • θά στρώνουμε
  • θά στρώνετε
  • θά στρώνουν

Στιγμιαίος

  • θά στρώσω
  • θά στρώσεις
  • θά στρώσει
  • θά στρώσουμε
  • θά στρώσετε
  • θά στρώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έστρωσα
  • έστρωσες
  • έστρωσε
  • στρώσαμε
  • στρώσατε
  • έστρωσαν

Υποτακτική

  • νά στρώσω
  • νά στρώσεις
  • νά στρώσει
  • νά στρώσουμε
  • νά στρώσετε
  • νά στρώσουν
 

Προστακτική

  • στρώσε
  • στρώστε

Απαρέμφατο

  • στρώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω στρώσει
  • έχεις στρώσει
  • έχει στρώσει
  • έχουμε στρώσει
  • έχετε στρώσει
  • έχουν στρώσει

Υποτακτική

  • νά έχω στρώσει
  • νά έχεις στρώσει
  • νά έχει στρώσει
  • νά έχουμε στρώσει
  • νά έχετε στρώσει
  • νά έχουν στρώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα στρώσει
  • είχες στρώσει
  • είχε στρώσει
  • είχαμε στρώσει
  • είχατε στρώσει
  • είχαν στρώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω στρώσει
  • θά έχεις στρώσει
  • θά έχει στρώσει
  • θά έχουμε στρώσει
  • θά έχετε στρώσει
  • θά έχουν στρώσει