EL.png στοιβάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • στοιβάζω
  • στοιβάζεις
  • στοιβάζει
  • στοιβάζουμε
  • στοιβάζετε
  • στοιβάζουν

Υποτακτική

  • νά στοιβάζω
  • νά στοιβάζεις
  • νά στοιβάζει
  • νά στοιβάζουμε
  • νά στοιβάζετε
  • νά στοιβάζουν
 

Προστακτική

  • στοίβαζε
  • στοιβάζετε

Μετοχή

  • στοιβάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • στοίβαζα
  • στοίβεςζες
  • στοίβεζε
  • στοιβάζαμε
  • στοιβάζατε
  • στοίβαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά στοιβάζω
  • θά στοιβάζεις
  • θά στοιβάζει
  • θά στοιβάζουμε
  • θά στοιβάζετε
  • θά στοιβάζουν

Στιγμιαίος

  • θά στοιβάσω
  • θά στοιβάσεις
  • θά στοιβάσει
  • θά στοιβάσουμε
  • θά στοιβάσετε
  • θά στοιβάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • στοίβασα
  • στοίβασες
  • στοίβασε
  • στοιβάσαμε
  • στοιβάσατε
  • στοίβασαν

Υποτακτική

  • νά στοιβάσω
  • νά στοιβάσεις
  • νά στοιβάσει
  • νά στοιβάσουμε
  • νά στοιβάσετε
  • νά στοιβάσουν
 

Προστακτική

  • στοίβασε
  • στοιβάστε

Απαρέμφατο

  • στοιβάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω στοιβάσει
  • έχεις στοιβάσει
  • έχει στοιβάσει
  • έχουμε στοιβάσει
  • έχετε στοιβάσει
  • έχουν στοιβάσει

Υποτακτική

  • νά έχω στοιβάσει
  • νά έχεις στοιβάσει
  • νά έχει στοιβάσει
  • νά έχουμε στοιβάσει
  • νά έχετε στοιβάσει
  • νά έχουν στοιβάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα στοιβάσει
  • είχες στοιβάσει
  • είχε στοιβάσει
  • είχαμε στοιβάσει
  • είχατε στοιβάσει
  • είχαν στοιβάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω στοιβάσει
  • θά έχεις στοιβάσει
  • θά έχει στοιβάσει
  • θά έχουμε στοιβάσει
  • θά έχετε στοιβάσει
  • θά έχουν στοιβάσει