EL.png σκοπεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σκοπεύω
  • σκοπεύεις
  • σκοπεύει
  • σκοπεύουμε
  • σκοπεύετε
  • σκοπεύουν

Υποτακτική

  • νά σκοπεύω
  • νά σκοπεύεις
  • νά σκοπεύει
  • νά σκοπεύουμε
  • νά σκοπεύετε
  • νά σκοπεύουν
 

Προστακτική

  • σκόπευε
  • σκοπεύετε

Μετοχή

  • σκοπεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • σκόπευα
  • σκόπευες
  • σκόπευε
  • σκοπεύαμε
  • σκοπεύατε
  • σκόπευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά σκοπεύω
  • θά σκοπεύεις
  • θά σκοπεύει
  • θά σκοπεύουμε
  • θά σκοπεύετε
  • θά σκοπεύουν

Στιγμιαίος

  • θά σκοπεύσω
  • θά σκοπεύσεις
  • θά σκοπεύσει
  • θά σκοπεύσουμε
  • θά σκοπεύσετε
  • θά σκοπεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • σκόπευσα
  • σκόπευσες
  • σκόπευσε
  • σκοπεύσαμε
  • σκοπεύσατε
  • σκόπευσαν

Υποτακτική

  • νά σκοπεύσω
  • νά σκοπεύσεις
  • νά σκοπεύσει
  • νά σκοπεύσουμε
  • νά σκοπεύσετε
  • νά σκοπεύσουν
 

Προστακτική

  • σκόπευσε
  • σκοπεύστε

Απαρέμφατο

  • σκοπεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω σκοπεύσει
  • έχεις σκοπεύσει
  • έχει σκοπεύσει
  • έχουμε σκοπεύσει
  • έχετε σκοπεύσει
  • έχουν σκοπεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω σκοπεύσει
  • νά έχεις σκοπεύσει
  • νά έχει σκοπεύσει
  • νά έχουμε σκοπεύσει
  • νά έχετε σκοπεύσει
  • νά έχουν σκοπεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα σκοπεύσει
  • είχες σκοπεύσει
  • είχε σκοπεύσει
  • είχαμε σκοπεύσει
  • είχατε σκοπεύσει
  • είχαν σκοπεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω σκοπεύσει
  • θά έχεις σκοπεύσει
  • θά έχει σκοπεύσει
  • θά έχουμε σκοπεύσει
  • θά έχετε σκοπεύσει
  • θά έχουν σκοπεύσει