EL.png σαλπίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σαλπίζω
  • σαλπίζεις
  • σαλπίζει
  • σαλπίζουμε
  • σαλπίζετε
  • σαλπίζουν

Υποτακτική

  • νά σαλπίζω
  • νά σαλπίζεις
  • νά σαλπίζει
  • νά σαλπίζουμε
  • νά σαλπίζετε
  • νά σαλπίζουν
 

Προστακτική

  • σάλπιζε
  • σαλπίζετε

Μετοχή

  • σαλπίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • σάλπιζα
  • σάλπιζες
  • σάλπιζε
  • σαλπίζαμε
  • σαλπίζατε
  • σάλπιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά σαλπίζω
  • θά σαλπίζεις
  • θά σαλπίζει
  • θά σαλπίζουμε
  • θά σαλπίζετε
  • θά σαλπίζουν

Στιγμιαίος

  • θά σαλπίσω
  • θά σαλπίσεις
  • θά σαλπίσει
  • θά σαλπίσουμε
  • θά σαλπίσετε
  • θά σαλπίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • σάλπισα
  • σάλπισες
  • σάλπισε
  • σαλπίσαμε
  • σαλπίσατε
  • σάλπισαν

Υποτακτική

  • νά σαλπίσω
  • νά σαλπίσεις
  • νά σαλπίσει
  • νά σαλπίσουμε
  • νά σαλπίσετε
  • νά σαλπίσουν
 

Προστακτική

  • σάλπισε
  • σαλπίστε

Απαρέμφατο

  • σαλπίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω σαλπίσει
  • έχεις σαλπίσει
  • έχει σαλπίσει
  • έχουμε σαλπίσει
  • έχετε σαλπίσει
  • έχουν σαλπίσει

Υποτακτική

  • νά έχω σαλπίσει
  • νά έχεις σαλπίσει
  • νά έχει σαλπίσει
  • νά έχουμε σαλπίσει
  • νά έχετε σαλπίσει
  • νά έχουν σαλπίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα σαλπίσει
  • είχες σαλπίσει
  • είχε σαλπίσει
  • είχαμε σαλπίσει
  • είχατε σαλπίσει
  • είχαν σαλπίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω σαλπίσει
  • θά έχεις σαλπίσει
  • θά έχει σαλπίσει
  • θά έχουμε σαλπίσει
  • θά έχετε σαλπίσει
  • θά έχουν σαλπίσει