EL.png πλέω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πλέω
  • πλέεις
  • πλέει
  • πλέουμε
  • πλέετε
  • πλέουν

Υποτακτική

  • νά πλέω
  • νά πλέεις
  • νά πλέει
  • νά πλέουμε
  • νά πλέετε
  • νά πλέουν
 

Προστακτική

  • πλέε
  • πλέετε

Μετοχή

  • πλέοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έπλεα
  • έπλεες
  • έπλεε
  • πλέαμε
  • πλέατε
  • έπλεαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πλέω
  • θά πλέεις
  • θά πλέει
  • θά πλέουμε
  • θά πλέετε
  • θά πλέουν

Στιγμιαίος

  • θά πλεύσω
  • θά πλεύσεις
  • θά πλεύσει
  • θά πλεύσουμε
  • θά πλεύσετε
  • θά πλεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έπλευσα
  • έπλευσες
  • έπλευσε
  • πλεύσαμε
  • πλεύσατε
  • έπλευσαν

Υποτακτική

  • νά πλεύσω
  • νά πλεύσεις
  • νά πλεύσει
  • νά πλεύσουμε
  • νά πλεύσετε
  • νά πλεύσουν
 

Προστακτική

  • πλεύσε
  • πλεύστε

Απαρέμφατο

  • πλεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πλεύσει
  • έχεις πλεύσει
  • έχει πλεύσει
  • έχουμε πλεύσει
  • έχετε πλεύσει
  • έχουν πλεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω πλεύσει
  • νά έχεις πλεύσει
  • νά έχει πλεύσει
  • νά έχουμε πλεύσει
  • νά έχετε πλεύσει
  • νά έχουν πλεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πλεύσει
  • είχες πλεύσει
  • είχε πλεύσει
  • είχαμε πλεύσει
  • είχατε πλεύσει
  • είχαν πλεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πλεύσει
  • θά έχεις πλεύσει
  • θά έχει πλεύσει
  • θά έχουμε πλεύσει
  • θά έχετε πλεύσει
  • θά έχουν πλεύσει