EL.png πιάνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πιάνω
  • πιάνεις
  • πιάνει
  • πιάνουμε
  • πιάνετε
  • πιάνουν

Υποτακτική

  • νά πιάνω
  • νά πιάνεις
  • νά πιάνει
  • νά πιάνουμε
  • νά πιάνετε
  • νά πιάνουν
 

Προστακτική

  • πιάνε
  • πιάνετε

Μετοχή

  • πιάνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έπιανα
  • έπιανες
  • έπιανε
  • πιάναμε
  • πιάνατε
  • έπιαναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πιάνω
  • θά πιάνεις
  • θά πιάνει
  • θά πιάνουμε
  • θά πιάνετε
  • θά πιάνουν

Στιγμιαίος

  • θά πιάσω
  • θά πιάσεις
  • θά πιάσει
  • θά πιάσουμε
  • θά πιάσετε
  • θά πιάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έπιασα
  • έπιασες
  • έπιασε
  • πιάσαμε
  • πιάσατε
  • έπιασαν

Υποτακτική

  • νά πιάσω
  • νά πιάσεις
  • νά πιάσει
  • νά πιάσουμε
  • νά πιάσετε
  • νά πιάσουν
 

Προστακτική

  • πιάσε
  • πιάστε

Απαρέμφατο

  • πιάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πιάσει
  • έχεις πιάσει
  • έχει πιάσει
  • έχουμε πιάσει
  • έχετε πιάσει
  • έχουν πιάσει

Υποτακτική

  • νά έχω πιάσει
  • νά έχεις πιάσει
  • νά έχει πιάσει
  • νά έχουμε πιάσει
  • νά έχετε πιάσει
  • νά έχουν πιάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πιάσει
  • είχες πιάσει
  • είχε πιάσει
  • είχαμε πιάσει
  • είχατε πιάσει
  • είχαν πιάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πιάσει
  • θά έχεις πιάσει
  • θά έχει πιάσει
  • θά έχουμε πιάσει
  • θά έχετε πιάσει
  • θά έχουν πιάσει