EL.png περιορίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • περιορίζω
  • περιορίζεις
  • περιορίζει
  • περιορίζουμε
  • περιορίζετε
  • περιορίζουν

Υποτακτική

  • νά περιορίζω
  • νά περιορίζεις
  • νά περιορίζει
  • νά περιορίζουμε
  • νά περιορίζετε
  • νά περιορίζουν
 

Προστακτική

  • περιόριζε
  • περιορίζετε

Μετοχή

  • περιορίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • περιόριζα
  • περιόριζες
  • περιόριζε
  • περιορίζαμε
  • περιορίζατε
  • περιόριζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά περιορίζω
  • θά περιορίζεις
  • θά περιορίζει
  • θά περιορίζουμε
  • θά περιορίζετε
  • θά περιορίζουν

Στιγμιαίος

  • θά περιορίσω
  • θά περιορίσεις
  • θά περιορίσει
  • θά περιορίσουμε
  • θά περιορίσετε
  • θά περιορίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • περιόρισα
  • περιόρισες
  • περιόρισε
  • περιορίσαμε
  • περιορίσατε
  • περιόρισαν

Υποτακτική

  • νά περιορίσω
  • νά περιορίσεις
  • νά περιορίσει
  • νά περιορίσουμε
  • νά περιορίσετε
  • νά περιορίσουν
 

Προστακτική

  • περιόρισε
  • περιορίστε

Απαρέμφατο

  • περιορίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω περιορίσει
  • έχεις περιορίσει
  • έχει περιορίσει
  • έχουμε περιορίσει
  • έχετε περιορίσει
  • έχουν περιορίσει

Υποτακτική

  • νά έχω περιορίσει
  • νά έχεις περιορίσει
  • νά έχει περιορίσει
  • νά έχουμε περιορίσει
  • νά έχετε περιορίσει
  • νά έχουν περιορίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα περιορίσει
  • είχες περιορίσει
  • είχε περιορίσει
  • είχαμε περιορίσει
  • είχατε περιορίσει
  • είχαν περιορίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω περιορίσει
  • θά έχεις περιορίσει
  • θά έχει περιορίσει
  • θά έχουμε περιορίσει
  • θά έχετε περιορίσει
  • θά έχουν περιορίσει