EL.png παλεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παλεύω
  • παλεύεις
  • παλεύει
  • παλεύουμε
  • παλεύετε
  • παλεύουν

Υποτακτική

  • νά παλεύω
  • νά παλεύεις
  • νά παλεύει
  • νά παλεύουμε
  • νά παλεύετε
  • νά παλεύουν
 

Προστακτική

  • πάλευε
  • παλεύετε

Μετοχή

  • παλεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πάλευα
  • πάλευες
  • πάλευε
  • παλεύαμε
  • παλεύατε
  • πάλευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παλεύω
  • θά παλεύεις
  • θά παλεύει
  • θά παλεύουμε
  • θά παλεύετε
  • θά παλεύουν

Στιγμιαίος

  • θά παλέψω
  • θά παλέψεις
  • θά παλέψει
  • θά παλέψουμε
  • θά παλέψετε
  • θά παλέψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πάλεψα
  • πάλεψες
  • πάλεψε
  • παλέψαμε
  • παλέψατε
  • πάλεψαν

Υποτακτική

  • νά παλέψω
  • νά παλέψεις
  • νά παλέψει
  • νά παλέψουμε
  • νά παλέψετε
  • νά παλέψουν
 

Προστακτική

  • πάλεψε
  • παλέψτε

Απαρέμφατο

  • παλέψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παλέψει
  • έχεις παλέψει
  • έχει παλέψει
  • έχουμε παλέψει
  • έχετε παλέψει
  • έχουν παλέψει

Υποτακτική

  • νά έχω παλέψει
  • νά έχεις παλέψει
  • νά έχει παλέψει
  • νά έχουμε παλέψει
  • νά έχετε παλέψει
  • νά έχουν παλέψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παλέψει
  • είχες παλέψει
  • είχε παλέψει
  • είχαμε παλέψει
  • είχατε παλέψει
  • είχαν παλέψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω παλέψει
  • θά έχεις παλέψει
  • θά έχει παλέψει
  • θά έχουμε παλέψει
  • θά έχετε παλέψει
  • θά έχουν παλέψει