ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- οδηγώ
- οδηγείς
- οδηγεί
- οδηγούμε
- οδηγείτε
- οδηγούν
Υποτακτική
- νά οδηγώ
- νά οδηγείς
- νά οδηγεί
- νά οδηγούμε
- νά οδηγείτε
- νά οδηγούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- οδηγούσα
- οδηγούσες
- οδηγούσε
- οδηγούσαμε
- οδηγείτε
- οδηγούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά οδηγώ
- θά οδηγείς
- θά οδηγεί
- θά οδηγούμε
- θά οδηγείτε
- θά οδηγούν
Στιγμιαίος
- θά οδηγήσω
- θά οδηγήσεις
- θά οδηγήσει
- θά οδηγήσουμε
- θά οδηγήσετε
- θά οδηγήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- οδήγησα
- οδήγησες
- οδήγησε
- οδηγήσαμε
- οδηγήσατε
- οδήγησαν
Υποτακτική
- νά οδηγήσω
- νά οδηγήσεις
- νά οδηγήσει
- νά οδηγήσουμε
- νά οδηγήσετε
- νά οδηγήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω οδηγήσει
- έχεις οδηγήσει
- έχει οδηγήσει
- έχουμε οδηγήσει
- έχετε οδηγήσει
- έχουν οδηγήσει
Υποτακτική
- νά έχω οδηγήσει
- νά έχεις οδηγήσει
- νά έχει οδηγήσει
- νά έχουμε οδηγήσει
- νά έχετε οδηγήσει
- νά έχουν οδηγήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα οδηγήσει
- είχες οδηγήσει
- είχε οδηγήσει
- είχαμε οδηγήσει
- είχατε οδηγήσει
- είχαν οδηγήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω οδηγήσει
- θά έχεις οδηγήσει
- θά έχει οδηγήσει
- θά έχουμε οδηγήσει
- θά έχετε οδηγήσει
- θά έχουν οδηγήσει