EL.png ξυπνώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ξυπνώ
  • ξυπνάς
  • ξυπνά
  • ξυπνούμε-(άμε)
  • ξυπνάτε
  • ξυπν(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά ξυπνώ
  • νά ξυπνάς
  • νά ξυπνά
  • νά ξυπνούμε-(άμε)
  • νά ξυπνάτε
  • νά ξυπν(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • ξύπνα
  • ξυπνάτε

Μετοχή

  • ξυπνώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ξυπνούσα
  • ξυπνούσες
  • ξυπνούσε
  • ξυπνούσαμε
  • ξυπνούσατε
  • ξυπνούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ξυπνώ
  • θά ξυπνά ς
  • θά ξυπνά
  • θά ξυπνούμε-(άμε)
  • θά ξυπνά τε
  • θά ξυπν(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά ξυπνήσω
  • θά ξυπνήσεις
  • θά ξυπνήσει
  • θά ξυπνήσουμε
  • θά ξυπνήσετε
  • θά ξυπνήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ξύπνησα
  • ξύπνησες
  • ξύπνησε
  • ξυπνήσαμε
  • ξυπνήσατε
  • ξύπνησαν

Υποτακτική

  • νά ξυπνήσω
  • νά ξυπνήσεις
  • νά ξυπνήσει
  • νά ξυπνήσουμε
  • νά ξυπνήσετε
  • νά ξυπνήσουν
 

Προστακτική

  • ξύπνησε
  • ξυπνήστε

Απαρέμφατο

  • ξυπνήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ξυπνήσει
  • έχεις ξυπνήσει
  • έχει ξυπνήσει
  • έχουμε ξυπνήσει
  • έχετε ξυπνήσει
  • έχουν ξυπνήσει

Υποτακτική

  • νά έχω ξυπνήσει
  • νά έχεις ξυπνήσει
  • νά έχει ξυπνήσει
  • νά έχουμε ξυπνήσει
  • νά έχετε ξυπνήσει
  • νά έχουν ξυπνήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ξυπνήσει
  • είχες ξυπνήσει
  • είχε ξυπνήσει
  • είχαμε ξυπνήσει
  • είχατε ξυπνήσει
  • είχαν ξυπνήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ξυπνήσει
  • θά έχεις ξυπνήσει
  • θά έχει ξυπνήσει
  • θά έχουμε ξυπνήσει
  • θά έχετε ξυπνήσει
  • θά έχουν ξυπνήσει