EL.png ξαφνιάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ξαφνιάζω
  • ξαφνιάζεις
  • ξαφνιάζει
  • ξαφνιάζουμε
  • ξαφνιάζετε
  • ξαφνιάζουν

Υποτακτική

  • νά ξαφνιάζω
  • νά ξαφνιάζεις
  • νά ξαφνιάζει
  • νά ξαφνιάζουμε
  • νά ξαφνιάζετε
  • νά ξαφνιάζουν
 

Προστακτική

  • ξάφνιαζε
  • ξαφνιάζετε

Μετοχή

  • ξαφνιάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ξάφνιαζα
  • ξάφνιαζες
  • ξάφνιαζε
  • ξαφνιάζαμε
  • ξαφνιάζατε
  • ξάφνιαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ξαφνιάζω
  • θά ξαφνιάζεις
  • θά ξαφνιάζει
  • θά ξαφνιάζουμε
  • θά ξαφνιάζετε
  • θά ξαφνιάζουν

Στιγμιαίος

  • θά ξαφνιάσω
  • θά ξαφνιάσεις
  • θά ξαφνιάσει
  • θά ξαφνιάσουμε
  • θά ξαφνιάσετε
  • θά ξαφνιάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ξάφνιασα
  • ξάφνιασες
  • ξάφνιασε
  • ξαφνιάσαμε
  • ξαφνιάσατε
  • ξάφνιασαν

Υποτακτική

  • νά ξαφνιάσω
  • νά ξαφνιάσεις
  • νά ξαφνιάσει
  • νά ξαφνιάσουμε
  • νά ξαφνιάσετε
  • νά ξαφνιάσουν
 

Προστακτική

  • ξάφνιασε
  • ξαφνιάστε

Απαρέμφατο

  • ξαφνιάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ξαφνιάσει
  • έχεις ξαφνιάσει
  • έχει ξαφνιάσει
  • έχουμε ξαφνιάσει
  • έχετε ξαφνιάσει
  • έχουν ξαφνιάσει

Υποτακτική

  • νά έχω ξαφνιάσει
  • νά έχεις ξαφνιάσει
  • νά έχει ξαφνιάσει
  • νά έχουμε ξαφνιάσει
  • νά έχετε ξαφνιάσει
  • νά έχουν ξαφνιάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ξαφνιάσει
  • είχες ξαφνιάσει
  • είχε ξαφνιάσει
  • είχαμε ξαφνιάσει
  • είχατε ξαφνιάσει
  • είχαν ξαφνιάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ξαφνιάσει
  • θά έχεις ξαφνιάσει
  • θά έχει ξαφνιάσει
  • θά έχουμε ξαφνιάσει
  • θά έχετε ξαφνιάσει
  • θά έχουν ξαφνιάσει