ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ξαπλώνω
- ξαπλώνεις
- ξαπλώνει
- ξαπλώνουμε
- ξαπλώνετε
- ξαπλώνουν
Υποτακτική
- νά ξαπλώνω
- νά ξαπλώνεις
- νά ξαπλώνει
- νά ξαπλώνουμε
- νά ξαπλώνετε
- νά ξαπλώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ξάπλωνα
- ξάπλωνες
- ξάπλωνε
- ξαπλώναμε
- ξαπλώνατε
- ξάπλωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ξαπλώνω
- θά ξαπλώνεις
- θά ξαπλώνει
- θά ξαπλώνουμε
- θά ξαπλώνετε
- θά ξαπλώνουν
Στιγμιαίος
- θά ξαπλώσω
- θά ξαπλώσεις
- θά ξαπλώσει
- θά ξαπλώσουμε
- θά ξαπλώσετε
- θά ξαπλώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ξάπλωσα
- ξάπλωσες
- ξάπλωσε
- ξαπλώσαμε
- ξαπλώσατε
- ξάπλωσαν
Υποτακτική
- νά ξαπλώσω
- νά ξαπλώσεις
- νά ξαπλώσει
- νά ξαπλώσουμε
- νά ξαπλώσετε
- νά ξαπλώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ξαπλώσει
- έχεις ξαπλώσει
- έχει ξαπλώσει
- έχουμε ξαπλώσει
- έχετε ξαπλώσει
- έχουν ξαπλώσει
Υποτακτική
- νά έχω ξαπλώσει
- νά έχεις ξαπλώσει
- νά έχει ξαπλώσει
- νά έχουμε ξαπλώσει
- νά έχετε ξαπλώσει
- νά έχουν ξαπλώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ξαπλώσει
- είχες ξαπλώσει
- είχε ξαπλώσει
- είχαμε ξαπλώσει
- είχατε ξαπλώσει
- είχαν ξαπλώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ξαπλώσει
- θά έχεις ξαπλώσει
- θά έχει ξαπλώσει
- θά έχουμε ξαπλώσει
- θά έχετε ξαπλώσει
- θά έχουν ξαπλώσει