EL.png ξαπλώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ξαπλώνω
  • ξαπλώνεις
  • ξαπλώνει
  • ξαπλώνουμε
  • ξαπλώνετε
  • ξαπλώνουν

Υποτακτική

  • νά ξαπλώνω
  • νά ξαπλώνεις
  • νά ξαπλώνει
  • νά ξαπλώνουμε
  • νά ξαπλώνετε
  • νά ξαπλώνουν
 

Προστακτική

  • ξάπλωνε
  • ξαπλώνετε

Μετοχή

  • ξαπλώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ξάπλωνα
  • ξάπλωνες
  • ξάπλωνε
  • ξαπλώναμε
  • ξαπλώνατε
  • ξάπλωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ξαπλώνω
  • θά ξαπλώνεις
  • θά ξαπλώνει
  • θά ξαπλώνουμε
  • θά ξαπλώνετε
  • θά ξαπλώνουν

Στιγμιαίος

  • θά ξαπλώσω
  • θά ξαπλώσεις
  • θά ξαπλώσει
  • θά ξαπλώσουμε
  • θά ξαπλώσετε
  • θά ξαπλώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ξάπλωσα
  • ξάπλωσες
  • ξάπλωσε
  • ξαπλώσαμε
  • ξαπλώσατε
  • ξάπλωσαν

Υποτακτική

  • νά ξαπλώσω
  • νά ξαπλώσεις
  • νά ξαπλώσει
  • νά ξαπλώσουμε
  • νά ξαπλώσετε
  • νά ξαπλώσουν
 

Προστακτική

  • ξάπλωσε
  • ξαπλώστε

Απαρέμφατο

  • ξαπλώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ξαπλώσει
  • έχεις ξαπλώσει
  • έχει ξαπλώσει
  • έχουμε ξαπλώσει
  • έχετε ξαπλώσει
  • έχουν ξαπλώσει

Υποτακτική

  • νά έχω ξαπλώσει
  • νά έχεις ξαπλώσει
  • νά έχει ξαπλώσει
  • νά έχουμε ξαπλώσει
  • νά έχετε ξαπλώσει
  • νά έχουν ξαπλώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ξαπλώσει
  • είχες ξαπλώσει
  • είχε ξαπλώσει
  • είχαμε ξαπλώσει
  • είχατε ξαπλώσει
  • είχαν ξαπλώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ξαπλώσει
  • θά έχεις ξαπλώσει
  • θά έχει ξαπλώσει
  • θά έχουμε ξαπλώσει
  • θά έχετε ξαπλώσει
  • θά έχουν ξαπλώσει