EL.png ντύνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ντύνω
  • ντύνεις
  • ντύνει
  • ντύνουμε
  • ντύνετε
  • ντύνουν

Υποτακτική

  • νά ντύνω
  • νά ντύνεις
  • νά ντύνει
  • νά ντύνουμε
  • νά ντύνετε
  • νά ντύνουν
 

Προστακτική

  • ντύνε
  • ντύνετε

Μετοχή

  • ντύνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έντυνα
  • έντυνες
  • έντυνε
  • ντύναμε
  • ντύνατε
  • έντυναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ντύνω
  • θά ντύνεις
  • θά ντύνει
  • θά ντύνουμε
  • θά ντύνετε
  • θά ντύνουν

Στιγμιαίος

  • θά ντύσω
  • θά ντύσεις
  • θά ντύσει
  • θά ντύσουμε
  • θά ντύσετε
  • θά ντύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έντυσα
  • έντυσες
  • έντυσε
  • ντύσαμε
  • ντύσατε
  • έντυσαν

Υποτακτική

  • νά ντύσω
  • νά ντύσεις
  • νά ντύσει
  • νά ντύσουμε
  • νά ντύσετε
  • νά ντύσουν
 

Προστακτική

  • ντύσε
  • ντύστε

Απαρέμφατο

  • ντύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ντύσει
  • έχεις ντύσει
  • έχει ντύσει
  • έχουμε ντύσει
  • έχετε ντύσει
  • έχουν ντύσει

Υποτακτική

  • νά έχω ντύσει
  • νά έχεις ντύσει
  • νά έχει ντύσει
  • νά έχουμε ντύσει
  • νά έχετε ντύσει
  • νά έχουν ντύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ντύσει
  • είχες ντύσει
  • είχε ντύσει
  • είχαμε ντύσει
  • είχατε ντύσει
  • είχαν ντύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ντύσει
  • θά έχεις ντύσει
  • θά έχει ντύσει
  • θά έχουμε ντύσει
  • θά έχετε ντύσει
  • θά έχουν ντύσει