ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ντύνω
- ντύνεις
- ντύνει
- ντύνουμε
- ντύνετε
- ντύνουν
Υποτακτική
- νά ντύνω
- νά ντύνεις
- νά ντύνει
- νά ντύνουμε
- νά ντύνετε
- νά ντύνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- έντυνα
- έντυνες
- έντυνε
- ντύναμε
- ντύνατε
- έντυναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ντύνω
- θά ντύνεις
- θά ντύνει
- θά ντύνουμε
- θά ντύνετε
- θά ντύνουν
Στιγμιαίος
- θά ντύσω
- θά ντύσεις
- θά ντύσει
- θά ντύσουμε
- θά ντύσετε
- θά ντύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έντυσα
- έντυσες
- έντυσε
- ντύσαμε
- ντύσατε
- έντυσαν
Υποτακτική
- νά ντύσω
- νά ντύσεις
- νά ντύσει
- νά ντύσουμε
- νά ντύσετε
- νά ντύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ντύσει
- έχεις ντύσει
- έχει ντύσει
- έχουμε ντύσει
- έχετε ντύσει
- έχουν ντύσει
Υποτακτική
- νά έχω ντύσει
- νά έχεις ντύσει
- νά έχει ντύσει
- νά έχουμε ντύσει
- νά έχετε ντύσει
- νά έχουν ντύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ντύσει
- είχες ντύσει
- είχε ντύσει
- είχαμε ντύσει
- είχατε ντύσει
- είχαν ντύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ντύσει
- θά έχεις ντύσει
- θά έχει ντύσει
- θά έχουμε ντύσει
- θά έχετε ντύσει
- θά έχουν ντύσει