EL.png νικώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • νικώ
  • νικάς
  • νικά
  • νικούμε-(άμε)
  • νικάτε
  • νικ(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά νικώ
  • νά νικάς
  • νά νικά
  • νά νικούμε-(άμε)
  • νά νικάτε
  • νά νικ(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • νίκα
  • νικάτε

Μετοχή

  • νικώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • νικούσα
  • νικούσες
  • νικούσε
  • νικούσαμε
  • νικούσατε
  • νικούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά νικώ
  • θά νικάς
  • θά νικά
  • θά νικούμε-(άμε)
  • θά νικάτε
  • θά νικ(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά νικήσω
  • θά νικήσεις
  • θά νικήσει
  • θά νικήσουμε
  • θά νικήσετε
  • θά νικήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • νίκησα
  • νίκησες
  • νίκησε
  • νικήσαμε
  • νικήσατε
  • νίκησαν

Υποτακτική

  • νά νικήσω
  • νά νικήσεις
  • νά νικήσει
  • νά νικήσουμε
  • νά νικήσετε
  • νά νικήσουν
 

Προστακτική

  • νίκησε
  • νικήστε

Απαρέμφατο

  • νικήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω νικήσει
  • έχεις νικήσει
  • έχει νικήσει
  • έχουμε νικήσει
  • έχετε νικήσει
  • έχουν νικήσει

Υποτακτική

  • νά έχω νικήσει
  • νά έχεις νικήσει
  • νά έχει νικήσει
  • νά έχουμε νικήσει
  • νά έχετε νικήσει
  • νά έχουν νικήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα νικήσει
  • είχες νικήσει
  • είχε νικήσει
  • είχαμε νικήσει
  • είχατε νικήσει
  • είχαν νικήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω νικήσει
  • θά έχεις νικήσει
  • θά έχει νικήσει
  • θά έχουμε νικήσει
  • θά έχετε νικήσει
  • θά έχουν νικήσει