EL.png ντρέπομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ντρέπομαι
  • ντρέπεσαι
  • ντρέπεται
  • ντρεπόμαστε
  • ντρέπεστε
  • ντρέπονται

Υποτακτική

  • νά ντρέπομαι
  • νά ντρέπεσαι
  • νά ντρέπεται
  • νά ντρεπόμαστε
  • νά ντρέπεστε
  • νά ντρέπονά νται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ντρεπόμουν
  • ντρεπόσουν
  • ντρεπόταν
  • ντρεπόμαστε
  • ντρέπόσαστε
  • ντρέπονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ντρέπομαι
  • θά ντρέπεσαι
  • θά ντρέπεται
  • θά ντρεπόμαστε
  • θά ντρέπεστε
  • θά ντρέπονται

Στιγμιαίος

  • θά ντραπώ
  • θά ντραπείς
  • θά ντραπεί
  • θά ντραπούμε
  • θά ντραπείτε
  • θά ντραπούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ντράπηκα
  • ντράπηκες
  • ντράπηκε
  • ντραπήκαμε
  • ντραπήκατε
  • ντράπηκαν

Υποτακτική

  • νά ντραπώ
  • νά ντραπείς
  • νά ντραπεί
  • νά ντραπούμε
  • νά ντραπείτε
  • νά ντραπούν
 

Προστακτική

  • *
  • ντραπείτε

Απαρέμφατο

  • ντραπεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ντραπεί
  • έχεις ντραπεί
  • έχει ντραπεί
  • έχουμε ντραπεί
  • έχετε ντραπεί
  • έχουν ντραπεί

Υποτακτική

  • νά έχω ντραπεί
  • νά έχεις ντραπεί
  • νά έχει ντραπεί
  • νά έχουμε ντραπεί
  • νά έχετε ντραπεί
  • νά έχουν ντραπεί
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ντραπεί
  • είχες ντραπεί
  • είχε ντραπεί
  • είχαμε ντραπεί
  • είχατε ντραπεί
  • είχαν ντραπεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ντραπεί
  • θά έχεις ντραπεί
  • θά έχει ντραπεί
  • θά έχουμε ντραπεί
  • θά έχετε ντραπεί
  • θά έχουν ντραπεί