EL.png μετρώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μετρώ
  • μετράς
  • μετρά
  • μετρούμε-(άμε)
  • μετράτε
  • μετρ(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά μετρώ
  • νά μετράς
  • νά μετρά
  • νά μετρούμε-(άμε)
  • νά μετράτε
  • νά μετρ(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • μέτρα
  • μετράτε

Μετοχή

  • μετρώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μετρούσα
  • μετρούσες
  • μετρούσε
  • μετρούσαμε
  • μετρούσατε
  • μετρούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μετρώ
  • θά μετράς
  • θά μετρά
  • θά μετρούμε-(άμε)
  • θά μετράτε
  • θά μετρ(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά μετρήσω
  • θά μετρήσεις
  • θά μετρήσει
  • θά μετρήσουμε
  • θά μετρήσετε
  • θά μετρήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • μέτρησα
  • μέτρησες
  • μέτρησε
  • μετρήσαμε
  • μετρήσατε
  • μέτρησαν

Υποτακτική

  • νά μετρήσω
  • νά μετρήσεις
  • νά μετρήσει
  • νά μετρήσουμε
  • νά μετρήσετε
  • νά μετρήσουν
 

Προστακτική

  • μέτρησε
  • μετρήστε

Απαρέμφατο

  • μετρήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μετρήσει
  • έχεις μετρήσει
  • έχει μετρήσει
  • έχουμε μετρήσει
  • έχετε μετρήσει
  • έχουν μετρήσει

Υποτακτική

  • νά έχω μετρήσει
  • νά έχεις μετρήσει
  • νά έχει μετρήσει
  • νά έχουμε μετρήσει
  • νά έχετε μετρήσει
  • νά έχουν μετρήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μετρήσει
  • είχες μετρήσει
  • είχε μετρήσει
  • είχαμε μετρήσει
  • είχατε μετρήσει
  • είχαν μετρήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μετρήσει
  • θά έχεις μετρήσει
  • θά έχει μετρήσει
  • θά έχουμε μετρήσει
  • θά έχετε μετρήσει
  • θά έχουν μετρήσει