ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- μεθώ
- μεθάς
- μεθά
- μεθούμε-(άμε)
- μεθάτε
- μεθ(ούν)-(άν)-(άνε)
Υποτακτική
- νά μεθώ
- νά μεθάς
- νά μεθά
- νά μεθούμε-(άμε)
- νά μεθάτε
- νά μεθ(ούν)-(άν)-(άνε)
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- μεθούσα
- μεθούσες
- μεθούσε
- μεθούσαμε
- μεθούσατε
- μεθούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά μεθώ
- θά μεθάς
- θά μεθά
- θά μεθούμε-(άμε)
- θά μεθάτε
- θά μεθ(ούν)-(άν)-(άνε)
Στιγμιαίος
- θά μεθύσω
- θά μεθύσεις
- θά μεθύσει
- θά μεθύσουμε
- θά μεθύσετε
- θά μεθύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- μέθησα
- μέθησες
- μέθησε
- μεθήσαμε
- μεθήσατε
- μέθησαν
Υποτακτική
- νά μεθύσω
- νά μεθύσεις
- νά μεθύσει
- νά μεθύσουμε
- νά μεθύσετε
- νά μεθύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω μεθύσει
- έχεις μεθύσει
- έχει μεθύσει
- έχουμε μεθύσει
- έχετε μεθύσει
- έχουν μεθύσει
Υποτακτική
- νά έχω μεθύσει
- νά έχεις μεθύσει
- νά έχει μεθύσει
- νά έχουμε μεθύσει
- νά έχετε μεθύσει
- νά έχουν μεθύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα μεθύσει
- είχες μεθύσει
- είχε μεθύσει
- είχαμε μεθύσει
- είχατε μεθύσει
- είχαν μεθύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω μεθύσει
- θά έχεις μεθύσει
- θά έχει μεθύσει
- θά έχουμε μεθύσει
- θά έχετε μεθύσει
- θά έχουν μεθύσει