ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- μαρτυρώ
- μαρτυράς
- μαρτυρά
- μαρτυρούμε-(άμε)
- μαρτυράτε
- μαρτυρ(ούν)-(άν)-(άνε)
Υποτακτική
- νά μαρτυρώ
- νά μαρτυράς
- νά μαρτυρά
- νά μαρτυρούμε-(άμε)
- νά μαρτυράτε
- νά μαρτυρ(ούν)-(άν)-(άνε)
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- μαρτυρούσα
- μαρτυρούσες
- μαρτυρούσε
- μαρτυρούσαμε
- μαρτυρούσατε
- μαρτυρούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά μαρτυρώ
- θά μαρτυράς
- θά μαρτυρά
- θά μαρτυρούμε-(άμε)
- θά μαρτυράτε
- θά μαρτυρ(ούν)-(άν)-(άνε)
Στιγμιαίος
- θά μαρτυρήσω
- θά μαρτυρήσεις
- θά μαρτυρήσει
- θά μαρτυρήσουμε
- θά μαρτυρήσετε
- θά μαρτυρήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- μαρτύρησα
- μαρτύρησες
- μαρτύρησε
- μαρτυρήσαμε
- μαρτυρήσατε
- μαρτύρησαν
Υποτακτική
- νά μαρτυρήσω
- νά μαρτυρήσεις
- νά μαρτυρήσει
- νά μαρτυρήσουμε
- νά μαρτυρήσετε
- νά μαρτυρήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω μαρτυρήσει
- έχεις μαρτυρήσει
- έχει μαρτυρήσει
- έχουμε μαρτυρήσει
- έχετε μαρτυρήσει
- έχουν μαρτυρήσει
Υποτακτική
- νά έχω μαρτυρήσει
- νά έχεις μαρτυρήσει
- νά έχει μαρτυρήσει
- νά έχουμε μαρτυρήσει
- νά έχετε μαρτυρήσει
- νά έχουν μαρτυρήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα μαρτυρήσει
- είχες μαρτυρήσει
- είχε μαρτυρήσει
- είχαμε μαρτυρήσει
- είχατε μαρτυρήσει
- είχαν μαρτυρήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω μαρτυρήσει
- θά έχεις μαρτυρήσει
- θά έχει μαρτυρήσει
- θά έχουμε μαρτυρήσει
- θά έχετε μαρτυρήσει
- θά έχουν μαρτυρήσει