EL.png μαζεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μαζεύω
  • μαζεύεις
  • μαζεύει
  • μαζεύουμε
  • μαζεύετε
  • μαζεύουν

Υποτακτική

  • νά μαζεύω
  • νά μαζεύεις
  • νά μαζεύει
  • νά μαζεύουμε
  • νά μαζεύετε
  • νά μαζεύουν
 

Προστακτική

  • μάζευε
  • μαζεύετε

Μετοχή

  • μαζεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μάζευα
  • μάζευες
  • μάζευε
  • μαζεύαμε
  • μαζεύατε
  • μάζευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μαζεύω
  • θά μαζεύεις
  • θά μαζεύει
  • θά μαζεύουμε
  • θά μαζεύετε
  • θά μαζεύουν

Στιγμιαίος

  • θά μαζέψω
  • θά μαζέψεις
  • θά μαζέψει
  • θά μαζέψουμε
  • θά μαζέψετε
  • θά μαζέψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • μάζεψα
  • μάζεψες
  • μάζεψε
  • μαζέψαμε
  • μαζέψατε
  • μάζεψαν

Υποτακτική

  • νά μαζέψω
  • νά μαζέψεις
  • νά μαζέψει
  • νά μαζέψουμε
  • νά μαζέψετε
  • νά μαζέψουν
 

Προστακτική

  • μάζεψε
  • μαζέψτε

Απαρέμφατο

  • μαζέψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μαζέψει
  • έχεις μαζέψει
  • έχει μαζέψει
  • έχουμε μαζέψει
  • έχετε μαζέψει
  • έχουν μαζέψει

Υποτακτική

  • νά έχω μαζέψει
  • νά έχεις μαζέψει
  • νά έχει μαζέψει
  • νά έχουμε μαζέψει
  • νά έχετε μαζέψει
  • νά έχουν μαζέψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μαζέψει
  • είχες μαζέψει
  • είχε μαζέψει
  • είχαμε μαζέψει
  • είχατε μαζέψει
  • είχαν μαζέψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μαζέψει
  • θά έχεις μαζέψει
  • θά έχει μαζέψει
  • θά έχουμε μαζέψει
  • θά έχετε μαζέψει
  • θά έχουν μαζέψει