EL.png μαγεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μαγεύω
  • μαγεύεις
  • μαγεύει
  • μαγεύουμε
  • μαγεύετε
  • μαγεύουν

Υποτακτική

  • νά μαγεύω
  • νά μαγεύεις
  • νά μαγεύει
  • νά μαγεύουμε
  • νά μαγεύετε
  • νά μαγεύουν
 

Προστακτική

  • μάγευε
  • μαγεύετε

Μετοχή

  • μαγεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μάγευα
  • μάγευες
  • μάγευε
  • μαγεύαμε
  • μαγεύατε
  • μάγευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μαγεύω
  • θά μαγεύεις
  • θά μαγεύει
  • θά μαγεύουμε
  • θά μαγεύετε
  • θά μαγεύουν

Στιγμιαίος

  • θά μαγέψω
  • θά μαγέψεις
  • θά μαγέψει
  • θά μαγέψουμε
  • θά μαγέψετε
  • θά μαγέψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • μάγεψα
  • μάγεψες
  • μάγεψε
  • μαγέψαμε
  • μαγέψατε
  • μάγεψαν

Υποτακτική

  • νά μαγέψω
  • νά μαγέψεις
  • νά μαγέψει
  • νά μαγέψουμε
  • νά μαγέψετε
  • νά μαγέψουν
 

Προστακτική

  • μάγεψε
  • μαγέψτε

Απαρέμφατο

  • μαγέψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μαγέψει
  • έχεις μαγέψει
  • έχει μαγέψει
  • έχουμε μαγέψει
  • έχετε μαγέψει
  • έχουν μαγέψει

Υποτακτική

  • νά έχω μαγέψει
  • νά έχεις μαγέψει
  • νά έχει μαγέψει
  • νά έχουμε μαγέψει
  • νά έχετε μαγέψει
  • νά έχουν μαγέψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μαγέψει
  • είχες μαγέψει
  • είχε μαγέψει
  • είχαμε μαγέψει
  • είχατε μαγέψει
  • είχαν μαγέψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μαγέψει
  • θά έχεις μαγέψει
  • θά έχει μαγέψει
  • θά έχουμε μαγέψει
  • θά έχετε μαγέψει
  • θά έχουν μαγέψει