EL.png λυπώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • λυπώ
  • λυπείς
  • λυπεί
  • λυπούμε
  • λυπείτε
  • λυπούν

Υποτακτική

  • νά λυπώ
  • νά λυπείς
  • νά λυπεί
  • νά λυπούμε
  • νά λυπείτε
  • νά λυπούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • λυπούσα
  • λυπούσες
  • λυπούσε
  • λυπούσαμε
  • λυπείτε
  • λυπούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά λυπώ
  • θά λυπείς
  • θά λυπεί
  • θά λυπούμε
  • θά λυπείτε
  • θά λυπούν

Στιγμιαίος

  • θά λυπήσω
  • θά λυπήσεις
  • θά λυπήσει
  • θά λυπήσουμε
  • θά λυπήσετε
  • θά λυπήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • λύπησα
  • λύπησες
  • λύπησε
  • λυπήσαμε
  • λυπήσατε
  • λύπησαν

Υποτακτική

  • νά λυπήσω
  • νά λυπήσεις
  • νά λυπήσει
  • νά λυπήσουμε
  • νά λυπήσετε
  • νά λυπήσουν
 

Προστακτική

  • λύπησε
  • λυπήστε

Απαρέμφατο

  • λυπήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω λυπήσει
  • έχεις λυπήσει
  • έχει λυπήσει
  • έχουμε λυπήσει
  • έχετε λυπήσει
  • έχουν λυπήσει

Υποτακτική

  • νά έχω λυπήσει
  • νά έχεις λυπήσει
  • νά έχει λυπήσει
  • νά έχουμε λυπήσει
  • νά έχετε λυπήσει
  • νά έχουν λυπήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα λυπήσει
  • είχες λυπήσει
  • είχε λυπήσει
  • είχαμε λυπήσει
  • είχατε λυπήσει
  • είχαν λυπήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω λυπήσει
  • θά έχεις λυπήσει
  • θά έχει λυπήσει
  • θά έχουμε λυπήσει
  • θά έχετε λυπήσει
  • θά έχουν λυπήσει