ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κουμπώνω
- κουμπώνεις
- κουμπώνει
- κουμπώνουμε
- κουμπώνετε
- κουμπώνουν
Υποτακτική
- νά κουμπώνω
- νά κουμπώνεις
- νά κουμπώνει
- νά κουμπώνουμε
- νά κουμπώνετε
- νά κουμπώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κούμπωνα
- κούμπωνες
- κούμπωνε
- κουμπώναμε
- κουμπώνατε
- κούμπωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κουμπώνω
- θά κουμπώνεις
- θά κουμπώνει
- θά κουμπώνουμε
- θά κουμπώνετε
- θά κουμπώνουν
Στιγμιαίος
- θά κουμπώσω
- θά κουμπώσεις
- θά κουμπώσει
- θά κουμπούμεσουμε
- θά κουμπώσετε
- θά κουμπώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κούμπωσα
- κούμπωσες
- κούμπωσε
- κουμπώσαμε
- κουμπώσατε
- κούμπωσαν
Υποτακτική
- νά κουμπώσω
- νά κουμπώσεις
- νά κουμπώσει
- νά κουμπούμεσουμε
- νά κουμπώσετε
- νά κουμπώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κουμπώσει
- έχεις κουμπώσει
- έχει κουμπώσει
- έχουμε κουμπώσει
- έχετε κουμπώσει
- έχουν κουμπώσει
Υποτακτική
- νά έχω κουμπώσει
- νά έχεις κουμπώσει
- νά έχει κουμπώσει
- νά έχουμε κουμπώσει
- νά έχετε κουμπώσει
- νά έχουν κουμπώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κουμπώσει
- είχες κουμπώσει
- είχε κουμπώσει
- είχαμε κουμπώσει
- είχατε κουμπώσει
- είχαν κουμπώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω κουμπώσει
- θά έχεις κουμπώσει
- θά έχει κουμπώσει
- θά έχουμε κουμπώσει
- θά έχετε κουμπώσει
- θά έχουν κουμπώσει