EL.png κουμπώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κουμπώνω
  • κουμπώνεις
  • κουμπώνει
  • κουμπώνουμε
  • κουμπώνετε
  • κουμπώνουν

Υποτακτική

  • νά κουμπώνω
  • νά κουμπώνεις
  • νά κουμπώνει
  • νά κουμπώνουμε
  • νά κουμπώνετε
  • νά κουμπώνουν
 

Προστακτική

  • κούμπωνε
  • κουμπώνετε

Μετοχή

  • κουμπώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κούμπωνα
  • κούμπωνες
  • κούμπωνε
  • κουμπώναμε
  • κουμπώνατε
  • κούμπωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κουμπώνω
  • θά κουμπώνεις
  • θά κουμπώνει
  • θά κουμπώνουμε
  • θά κουμπώνετε
  • θά κουμπώνουν

Στιγμιαίος

  • θά κουμπώσω
  • θά κουμπώσεις
  • θά κουμπώσει
  • θά κουμπούμεσουμε
  • θά κουμπώσετε
  • θά κουμπώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κούμπωσα
  • κούμπωσες
  • κούμπωσε
  • κουμπώσαμε
  • κουμπώσατε
  • κούμπωσαν

Υποτακτική

  • νά κουμπώσω
  • νά κουμπώσεις
  • νά κουμπώσει
  • νά κουμπούμεσουμε
  • νά κουμπώσετε
  • νά κουμπώσουν
 

Προστακτική

  • κούμπωσε
  • κουμπώστε

Απαρέμφατο

  • κουμπώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κουμπώσει
  • έχεις κουμπώσει
  • έχει κουμπώσει
  • έχουμε κουμπώσει
  • έχετε κουμπώσει
  • έχουν κουμπώσει

Υποτακτική

  • νά έχω κουμπώσει
  • νά έχεις κουμπώσει
  • νά έχει κουμπώσει
  • νά έχουμε κουμπώσει
  • νά έχετε κουμπώσει
  • νά έχουν κουμπώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κουμπώσει
  • είχες κουμπώσει
  • είχε κουμπώσει
  • είχαμε κουμπώσει
  • είχατε κουμπώσει
  • είχαν κουμπώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κουμπώσει
  • θά έχεις κουμπώσει
  • θά έχει κουμπώσει
  • θά έχουμε κουμπώσει
  • θά έχετε κουμπώσει
  • θά έχουν κουμπώσει