EL.png κοιμούμαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κοιμούμαι
  • κοιμάσαι
  • κοιμάται
  • κοιμόμαστε
  • κοιμάστε
  • κοιμούνται

Υποτακτική

  • νά κοιμούμαι
  • νά κοιμάσαι
  • νά κοιμάται
  • νά κοιμόμαστε
  • νά κοιμάστε
  • νά κοιμούνται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κοιμόμουν
  • κοιμόσουν
  • κοιμόταν
  • κοιμόμαστε
  • κοιμάστε
  • κοιμούνταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κοιμούμαι
  • θά κοιμάσαι
  • θά κοιμάται
  • θά κοιμόμαστε
  • θά κοιμάστε
  • θά κοιμούνται

Στιγμιαίος

  • θά κοιμηθώ
  • θά κοιμηθείς
  • θά κοιμηθεί
  • θά κοιμηθούμε
  • θά κοιμηθείτε
  • θά κοιμηθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κοιμήθηκα
  • κοιμήθηκες
  • κοιμήθηκε
  • κοιμηθήκαμε
  • κοιμηθήκατε
  • κοιμήθηκαν

Υποτακτική

  • νά κοιμηθώ
  • νά κοιμηθείς
  • νά κοιμηθεί
  • νά κοιμηθούμε
  • νά κοιμηθείτε
  • νά κοιμηθούν
 

Προστακτική

  • κοιμήσου
  • κοιμηθείτε

Απαρέμφατο

  • κοιμηθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κοιμηθεί
  • έχεις κοιμηθεί
  • έχει κοιμηθεί
  • έχουμε κοιμηθεί
  • έχετε κοιμηθεί
  • έχουν κοιμηθεί

Υποτακτική

  • νά έχω κοιμηθεί
  • νά έχεις κοιμηθεί
  • νά έχει κοιμηθεί
  • νά έχουμε κοιμηθεί
  • νά έχετε κοιμηθεί
  • νά έχουν κοιμηθεί
 

Μετοχή

  • κοιμοισμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κοιμηθεί
  • είχες κοιμηθεί
  • είχε κοιμηθεί
  • είχαμε κοιμηθεί
  • είχατε κοιμηθεί
  • είχαν κοιμηθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κοιμηθεί
  • θά έχεις κοιμηθεί
  • θά έχει κοιμηθεί
  • θά έχουμε κοιμηθεί
  • θά έχετε κοιμηθεί
  • θά έχουν κοιμηθεί