EL.png κλωτσώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κλωτσώ
  • κλωτσάς
  • κλωτσά
  • κλωτσούμε-(άμε)
  • κλωτσάτε
  • κλωτσ(ούν)-(άν)-(άνε)

Υποτακτική

  • νά κλωτσώ
  • νά κλωτσάς
  • νά κλωτσά
  • νά κλωτσούμε-(άμε)
  • νά κλωτσάτε
  • νά κλωτσ(ούν)-(άν)-(άνε)
 

Προστακτική

  • κλώτσα
  • κλωτσάτε

Μετοχή

  • κλωτσώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κλωτσούσα
  • κλωτσούσες
  • κλωτσούσε
  • κλωτσούσαμε
  • κλωτσούσατε
  • κλωτσούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κλωτσώ
  • θά κλωτσάς
  • θά κλωτσά
  • θά κλωτσούμε-(άμε)
  • θά κλωτσάτε
  • θά κλωτσ(ούν)-(άν)-(άνε)

Στιγμιαίος

  • θά κλωτσήσω
  • θά κλωτσήσεις
  • θά κλωτσήσει
  • θά κλωτσήσουμε
  • θά κλωτσήσετε
  • θά κλωτσήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κλώτσησα
  • κλώτσησες
  • κλώτσησε
  • κλωτσήσαμε
  • κλωτσήσατε
  • κλώτσησαν

Υποτακτική

  • νά κλωτσήσω
  • νά κλωτσήσεις
  • νά κλωτσήσει
  • νά κλωτσήσουμε
  • νά κλωτσήσετε
  • νά κλωτσήσουν
 

Προστακτική

  • κλώτσησε
  • κλωτσήστε

Απαρέμφατο

  • κλωτσήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κλωτσήσει
  • έχεις κλωτσήσει
  • έχει κλωτσήσει
  • έχουμε κλωτσήσει
  • έχετε κλωτσήσει
  • έχουν κλωτσήσει

Υποτακτική

  • νά έχω κλωτσήσει
  • νά έχεις κλωτσήσει
  • νά έχει κλωτσήσει
  • νά έχουμε κλωτσήσει
  • νά έχετε κλωτσήσει
  • νά έχουν κλωτσήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κλωτσήσει
  • είχες κλωτσήσει
  • είχε κλωτσήσει
  • είχαμε κλωτσήσει
  • είχατε κλωτσήσει
  • είχαν κλωτσήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κλωτσήσει
  • θά έχεις κλωτσήσει
  • θά έχει κλωτσήσει
  • θά έχουμε κλωτσήσει
  • θά έχετε κλωτσήσει
  • θά έχουν κλωτσήσει