EL.png κλαίω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κλαίω
  • κλαίς
  • κλαίει
  • κλαίμε
  • κλαίτε
  • κλαί(γουν)ν

Υποτακτική

  • νά κλαίω
  • νά κλαίς
  • νά κλαίει
  • νά κλαίμε
  • νά κλαίτε
  • νά κλαί(γουν)ν
 

Προστακτική

  • κλαίγε
  • κλαίτε

Μετοχή

  • κλαίοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έκλαιγα
  • έκλαιγες
  • έκλαιγε
  • κλαίγαμε
  • κλαίτε
  • έκλαιγαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κλαίω
  • θά κλαίς
  • θά κλαίει
  • θά κλαίμε
  • θά κλαίτε
  • θά κλαί(γουν)ν

Στιγμιαίος

  • θά κλάψω
  • θά κλάψεις
  • θά κλάψει
  • θά κλάψουμε
  • θά κλάψετε
  • θά κλάψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έκλαψα
  • έκλαψες
  • έκλαψε
  • κλάψαμε
  • κλάψατε
  • έκλαψαν

Υποτακτική

  • νά κλάψω
  • νά κλάψεις
  • νά κλάψει
  • νά κλάψουμε
  • νά κλάψετε
  • νά κλάψουν
 

Προστακτική

  • κλάψε
  • κλάψτε

Απαρέμφατο

  • κλάψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κλάψει
  • έχεις κλάψει
  • έχει κλάψει
  • έχουμε κλάψει
  • έχετε κλάψει
  • έχουν κλάψει

Υποτακτική

  • νά έχω κλάψει
  • νά έχεις κλάψει
  • νά έχει κλάψει
  • νά έχουμε κλάψει
  • νά έχετε κλάψει
  • νά έχουν κλάψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κλάψει
  • είχες κλάψει
  • είχε κλάψει
  • είχαμε κλάψει
  • είχατε κλάψει
  • είχαν κλάψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κλάψει
  • θά έχεις κλάψει
  • θά έχει κλάψει
  • θά έχουμε κλάψει
  • θά έχετε κλάψει
  • θά έχουν κλάψει