EL.png κατοικώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κατοικώ
  • κατοικείς
  • κατοικεί
  • κατοικούμε
  • κατοικείτε
  • κατοικούν

Υποτακτική

  • νά κατοικώ
  • νά κατοικείς
  • νά κατοικεί
  • νά κατοικούμε
  • νά κατοικείτε
  • νά κατοικούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κατοικούσα
  • κατοικούσες
  • κατοικούσε
  • κατοικούσαμε
  • κατοικείτε
  • κατοικούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κατοιθά κώ
  • θά κατοιθά κείς
  • θά κατοιθά κεί
  • θά κατοιθά κούμε
  • θά κατοιθά κείτε
  • θά κατοιθά κούν

Στιγμιαίος

  • θά κατοικήσω
  • θά κατοικήσεις
  • θά κατοικήσει
  • θά κατοικήσουμε
  • θά κατοικήσετε
  • θά κατοικήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κατοικησα
  • κατοικησες
  • κατοικησε
  • κατοικήσαμε
  • κατοικήσατε
  • κατοικησαν

Υποτακτική

  • νά κατοικήσω
  • νά κατοικήσεις
  • νά κατοικήσει
  • νά κατοικήσουμε
  • νά κατοικήσετε
  • νά κατοικήσουν
 

Προστακτική

  • κατοίκησε
  • κατοικήστε

Απαρέμφατο

  • κατοικήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κατοικήσει
  • έχεις κατοικήσει
  • έχει κατοικήσει
  • έχουμε κατοικήσει
  • έχετε κατοικήσει
  • έχουν κατοικήσει

Υποτακτική

  • νά έχω κατοικήσει
  • νά έχεις κατοικήσει
  • νά έχει κατοικήσει
  • νά έχουμε κατοικήσει
  • νά έχετε κατοικήσει
  • νά έχουν κατοικήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κατοικήσει
  • είχες κατοικήσει
  • είχε κατοικήσει
  • είχαμε κατοικήσει
  • είχατε κατοικήσει
  • είχαν κατοικήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κατοικήσει
  • θά έχεις κατοικήσει
  • θά έχει κατοικήσει
  • θά έχουμε κατοικήσει
  • θά έχετε κατοικήσει
  • θά έχουν κατοικήσει