EL.png καταριέμαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • καταριέμαι
  • καταριέσαι
  • καταριέται
  • καταριόμαστε
  • καταριέστε
  • καταριούνται

Υποτακτική

  • νά καταριέμαι
  • νά καταριέσαι
  • νά καταριεται
  • νά καταριόμαστε
  • νά καταριέστε
  • νά καταριούνται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • καταριόμουν
  • καταριόσουν
  • καταριόταν
  • καταριόμαστε
  • καταριέστε
  • καταριόνταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά καταραθώ
  • θά καταραθείς
  • θά καταραθεί
  • θά καταραθούμε
  • θά καταραθείτε
  • θά καταραθούν

Στιγμιαίος

  • θά καταραστώ
  • θά καταραστείς
  • θά καταραστεί
  • θά καταραστούμε
  • θά καταραστείτε
  • θά καταραστούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • καταράστηκα
  • καταράστηκες
  • καταράστηκε
  • καταραστήκαμε
  • καταραστήκατε
  • καταράστηκαν

Υποτακτική

  • νά καταραστώ
  • νά καταραστείς
  • νά καταραστεί
  • νά καταραστούμε
  • νά καταραστείτε
  • νά καταραστούν
 

Προστακτική

  • καταράσου
  • καταραστείτε

Απαρέμφατο

  • καταραστεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καταραστεί
  • έχεις καταραστεί
  • έχει καταραστεί
  • έχουμε καταραστεί
  • έχετε καταραστεί
  • έχουν καταραστεί

Υποτακτική

  • νά έχω καταραστεί
  • νά έχεις καταραστεί
  • νά έχει καταραστεί
  • νά έχουμε καταραστεί
  • νά έχετε καταραστεί
  • νά έχουν καταραστεί
 

Μετοχή

  • καταραμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καταραστεί
  • είχες καταραστεί
  • είχε καταραστεί
  • είχαμε καταραστεί
  • είχατε καταραστεί
  • είχαν καταραστεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω καταραστεί
  • θά έχεις καταραστεί
  • θά έχει καταραστεί
  • θά έχουμε καταραστεί
  • θά έχετε καταραστεί
  • θά έχουν καταραστεί