ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- καρφώνω
- καρφώνεις
- καρφώνει
- καρφώνουμε
- καρφώνετε
- καρφώνουν
Υποτακτική
- νά καρφώνω
- νά καρφώνεις
- νά καρφώνει
- νά καρφώνουμε
- νά καρφώνετε
- νά καρφώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κάρφωνα
- κάρφωνες
- κάρφωνε
- καρφώναμε
- καρφώνατε
- κάρφωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά καρφώνω
- θά καρφώνεις
- θά καρφώνει
- θά καρφώνουμε
- θά καρφώνετε
- θά καρφώνουν
Στιγμιαίος
- θά καρφώσω
- θά καρφώσεις
- θά καρφώσει
- θά καρφώσουμε
- θά καρφώσετε
- θά καρφώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κάρφωσα
- κάρφωσες
- κάρφωσε
- καρφώσαμε
- καρφώσατε
- κάρφωσαν
Υποτακτική
- νά καρφώσω
- νά καρφώσεις
- νά καρφώσει
- νά καρφώσουμε
- νά καρφώσετε
- νά καρφώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω καρφώσει
- έχεις καρφώσει
- έχει καρφώσει
- έχουμε καρφώσει
- έχετε καρφώσει
- έχουν καρφώσει
Υποτακτική
- νά έχω καρφώσει
- νά έχεις καρφώσει
- νά έχει καρφώσει
- νά έχουμε καρφώσει
- νά έχετε καρφώσει
- νά έχουν καρφώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα καρφώσει
- είχες καρφώσει
- είχε καρφώσει
- είχαμε καρφώσει
- είχατε καρφώσει
- είχαν καρφώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω καρφώσει
- θά έχεις καρφώσει
- θά έχει καρφώσει
- θά έχουμε καρφώσει
- θά έχετε καρφώσει
- θά έχουν καρφώσει