ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- καπνίζω
- καπνίζεις
- καπνίζει
- καπνίζουμε
- καπνίζετε
- καπνίζουν
Υποτακτική
- νά καπνίζω
- νά καπνίζεις
- νά καπνίζει
- νά καπνίζουμε
- νά καπνίζετε
- νά καπνίζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κάπνιζα
- κάπνιζες
- κάπνιζε
- καπνίζαμε
- καπνίζατε
- κάπνιζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά καπνίζω
- θά καπνίζεις
- θά καπνίζει
- θά καπνίζουμε
- θά καπνίζετε
- θά καπνίζουν
Στιγμιαίος
- θά καπνίσω
- θά καπνίσεις
- θά καπνίσει
- θά καπνίσουμε
- θά καπνίσετε
- θά καπνίσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κάπνισα
- κάπνισες
- κάπνισε
- καπνίσαμε
- καπνίσατε
- κάπνισαν
Υποτακτική
- νά καπνίσω
- νά καπνίσεις
- νά καπνίσει
- νά καπνίσουμε
- νά καπνίσετε
- νά καπνίσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω καπνίσει
- έχεις καπνίσει
- έχει καπνίσει
- έχουμε καπνίσει
- έχετε καπνίσει
- έχουν καπνίσει
Υποτακτική
- νά έχω καπνίσει
- νά έχεις καπνίσει
- νά έχει καπνίσει
- νά έχουμε καπνίσει
- νά έχετε καπνίσει
- νά έχουν καπνίσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα καπνίσει
- είχες καπνίσει
- είχε καπνίσει
- είχαμε καπνίσει
- είχατε καπνίσει
- είχαν καπνίσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω καπνίσει
- θά έχεις καπνίσει
- θά έχει καπνίσει
- θά έχουμε καπνίσει
- θά έχετε καπνίσει
- θά έχουν καπνίσει