EL.png κάνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κάνω
  • κάνεις
  • κάνει
  • κάνουμε
  • κάνετε
  • κάνουν

Υποτακτική

  • νά κάνω
  • νά κάνεις
  • νά κάνει
  • νά κάνουμε
  • νά κάνετε
  • νά κάνουν
 

Προστακτική

  • κάνε
  • κάνετε

Μετοχή

  • κάνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έκανα
  • έκανες
  • έκανε
  • κάναμε
  • κάνατε
  • έκαναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κάνω
  • θά κάνεις
  • θά κάνει
  • θά κάνουμε
  • θά κάνετε
  • θά κάνουν

Στιγμιαίος

  • θά κάμω
  • θά κάμεις
  • θά κάμει
  • θά κάμουμε
  • θά κάμετε
  • θά κάμουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έκαμα
  • έκαμες
  • έκαμε
  • κάμαμε
  • κάματε
  • έκαμαν

Υποτακτική

  • νά κάμω
  • νά κάμεις
  • νά κάμει
  • νά κάμουμε
  • νά κάμετε
  • νά κάμουν
 

Προστακτική

  • κάνε
  • κάνετε

Απαρέμφατο

  • κάμει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κάμει
  • έχεις κάμει
  • έχει κάμει
  • έχουμε κάμει
  • έχετε κάμει
  • έχουν κάμει

Υποτακτική

  • νά έχω κάμει
  • νά έχεις κάμει
  • νά έχει κάμει
  • νά έχουμε κάμει
  • νά έχετε κάμει
  • νά έχουν κάμει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κάμει
  • είχες κάμει
  • είχε κάμει
  • είχαμε κάμει
  • είχατε κάμει
  • είχαν κάμει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κάμει
  • θά έχεις κάμει
  • θά έχει κάμει
  • θά έχουμε κάμει
  • θά έχετε κάμει
  • θά έχουν κάμει