EL.png κανονίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κανονίζω
  • κανονίζεις
  • κανονίζει
  • κανονίζουμε
  • κανονίζετε
  • κανονίζουν

Υποτακτική

  • νά κανονίζω
  • νά κανονίζεις
  • νά κανονίζει
  • νά κανονίζουμε
  • νά κανονίζετε
  • νά κανονίζουν
 

Προστακτική

  • κανόνιζε
  • κανονίζετε

Μετοχή

  • κανονίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κανόνιζα
  • κανόνιζες
  • κανόνιζε
  • κανονίζαμε
  • κανονίζατε
  • κανονίζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κανονίζω
  • θά κανονίζεις
  • θά κανονίζει
  • θά κανονίζουμε
  • θά κανονίζετε
  • θά κανονίζουν

Στιγμιαίος

  • θά κανονίσω
  • θά κανονίσεις
  • θά κανονίσει
  • θά κανονίσουμε
  • θά κανονίσετε
  • θά κανονίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κανόνισα
  • κανόνισες
  • κανόνισε
  • κανονίσαμε
  • κανονίσατε
  • κανόνισαν

Υποτακτική

  • νά κανονίσω
  • νά κανονίσεις
  • νά κανονίσει
  • νά κανονίσουμε
  • νά κανονίσετε
  • νά κανονίσουν
 

Προστακτική

  • κανόνισε
  • κανονίστε

Απαρέμφατο

  • κανονίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κανονίσει
  • έχεις κανονίσει
  • έχει κανονίσει
  • έχουμε κανονίσει
  • έχετε κανονίσει
  • έχουν κανονίσει

Υποτακτική

  • νά έχω κανονίσει
  • νά έχεις κανονίσει
  • νά έχει κανονίσει
  • νά έχουμε κανονίσει
  • νά έχετε κανονίσει
  • νά έχουν κανονίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κανονίσει
  • είχες κανονίσει
  • είχε κανονίσει
  • είχαμε κανονίσει
  • είχατε κανονίσει
  • είχαν κανονίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κανονίσει
  • θά έχεις κανονίσει
  • θά έχει κανονίσει
  • θά έχουμε κανονίσει
  • θά έχετε κανονίσει
  • θά έχουν κανονίσει