ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κανονίζω
- κανονίζεις
- κανονίζει
- κανονίζουμε
- κανονίζετε
- κανονίζουν
Υποτακτική
- νά κανονίζω
- νά κανονίζεις
- νά κανονίζει
- νά κανονίζουμε
- νά κανονίζετε
- νά κανονίζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κανόνιζα
- κανόνιζες
- κανόνιζε
- κανονίζαμε
- κανονίζατε
- κανονίζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κανονίζω
- θά κανονίζεις
- θά κανονίζει
- θά κανονίζουμε
- θά κανονίζετε
- θά κανονίζουν
Στιγμιαίος
- θά κανονίσω
- θά κανονίσεις
- θά κανονίσει
- θά κανονίσουμε
- θά κανονίσετε
- θά κανονίσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κανόνισα
- κανόνισες
- κανόνισε
- κανονίσαμε
- κανονίσατε
- κανόνισαν
Υποτακτική
- νά κανονίσω
- νά κανονίσεις
- νά κανονίσει
- νά κανονίσουμε
- νά κανονίσετε
- νά κανονίσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κανονίσει
- έχεις κανονίσει
- έχει κανονίσει
- έχουμε κανονίσει
- έχετε κανονίσει
- έχουν κανονίσει
Υποτακτική
- νά έχω κανονίσει
- νά έχεις κανονίσει
- νά έχει κανονίσει
- νά έχουμε κανονίσει
- νά έχετε κανονίσει
- νά έχουν κανονίσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κανονίσει
- είχες κανονίσει
- είχε κανονίσει
- είχαμε κανονίσει
- είχατε κανονίσει
- είχαν κανονίσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω κανονίσει
- θά έχεις κανονίσει
- θά έχει κανονίσει
- θά έχουμε κανονίσει
- θά έχετε κανονίσει
- θά έχουν κανονίσει