EL.png καθυστερώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • καθυστερώ
  • καθυστερείς
  • καθυστερεί
  • καθυστερούμε
  • καθυστερείτε
  • καθυστερούν

Υποτακτική

  • νά καθυστερώ
  • νά καθυστερείς
  • νά καθυστερεί
  • νά καθυστερούμε
  • νά καθυστερείτε
  • νά καθυστερούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • καθυστερούσα
  • καθυστερούσες
  • καθυστερούσε
  • καθυστερούσαμε
  • καθυστερείτε
  • καθυστερούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά καθυστερώ
  • θά καθυστερείς
  • θά καθυστερεί
  • θά καθυστερούμε
  • θά καθυστερείτε
  • θά καθυστερούν

Στιγμιαίος

  • θά καθυστερήσω
  • θά καθυστερήσεις
  • θά καθυστερήσει
  • θά καθυστερήσουμε
  • θά καθυστερήσετε
  • θά καθυστερήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • καθυστερησα
  • καθυστερησες
  • καθυστερησε
  • καθυστερήσαμε
  • καθυστερήσατε
  • καθυστερησαν

Υποτακτική

  • νά καθυστερήσω
  • νά καθυστερήσεις
  • νά καθυστερήσει
  • νά καθυστερήσουμε
  • νά καθυστερήσετε
  • νά καθυστερήσουν
 

Προστακτική

  • καθυστέρησε
  • καθυστερήστε

Απαρέμφατο

  • καθυστερήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καθυστερήσει
  • έχεις καθυστερήσει
  • έχει καθυστερήσει
  • έχουμε καθυστερήσει
  • έχετε καθυστερήσει
  • έχουν καθυστερήσει

Υποτακτική

  • νά έχω καθυστερήσει
  • νά έχεις καθυστερήσει
  • νά έχει καθυστερήσει
  • νά έχουμε καθυστερήσει
  • νά έχετε καθυστερήσει
  • νά έχουν καθυστερήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καθυστερήσει
  • είχες καθυστερήσει
  • είχε καθυστερήσει
  • είχαμε καθυστερήσει
  • είχατε καθυστερήσει
  • είχαν καθυστερήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω καθυστερήσει
  • θά έχεις καθυστερήσει
  • θά έχει καθυστερήσει
  • θά έχουμε καθυστερήσει
  • θά έχετε καθυστερήσει
  • θά έχουν καθυστερήσει