EL.png καθρεφτίζομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • καθρεφτίζομαι
  • καθρεφτίζεσαι
  • καθρεφτίζεται
  • καθρεφτιζόμαστε
  • καθρεφτίζεστε
  • καθρεφτίζονται

Υποτακτική

  • νά καθρεφτίζομαι
  • νά καθρεφτίζεσαι
  • νά καθρεφτίζεται
  • νά καθρεφτιζόμαστε
  • νά καθρεφτίζεστε
  • νά καθρεφτίζονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • καθρεφτιζόμουν
  • καθρεφτιζόσουν
  • καθρεφτιζόταν
  • καθρεφτιζόμαστε
  • καθρεφτίζόσαστε
  • καθρεφτίζονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά καθρεφτίζομαι
  • θά καθρεφτίζεσαι
  • θά καθρεφτίζεται
  • θά καθρεφτιζόμαστε
  • θά καθρεφτίζεστε
  • θά καθρεφτίζονται

Στιγμιαίος

  • θά καθρεφτιστώ
  • θά καθρεφτιστείς
  • θά καθρεφτιστεί
  • θά καθρεφτιστούμε
  • θά καθρεφτιστείτε
  • θά καθρεφτιστούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • καθρεφτίστηκα
  • καθρεφτίστηκες
  • καθρεφτίστηκε
  • καθρεφτιστήκαμε
  • καθρεφτιστήκατε
  • καθρεφτίστηκαν

Υποτακτική

  • νά καθρεφτιστώ
  • νά καθρεφτιστείς
  • νά καθρεφτιστεί
  • νά καθρεφτιστούμε
  • νά καθρεφτιστείτε
  • νά καθρεφτιστούν
 

Προστακτική

  • καθρεφτίσου
  • καθρεφτιστείτε

Απαρέμφατο

  • καθρεφτιστεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καθρεφτιστεί
  • έχεις καθρεφτιστεί
  • έχει καθρεφτιστεί
  • έχουμε καθρεφτιστεί
  • έχετε καθρεφτιστεί
  • έχουν καθρεφτιστεί

Υποτακτική

  • νά έχω καθρεφτιστεί
  • νά έχεις καθρεφτιστεί
  • νά έχει καθρεφτιστεί
  • νά έχουμε καθρεφτιστεί
  • νά έχετε καθρεφτιστεί
  • νά έχουν καθρεφτιστεί
 

Μετοχή

  • καθρεφτισμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καθρεφτιστεί
  • είχες καθρεφτιστεί
  • είχε καθρεφτιστεί
  • είχαμε καθρεφτιστεί
  • είχατε καθρεφτιστεί
  • είχαν καθρεφτιστεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω καθρεφτιστεί
  • θά έχεις καθρεφτιστεί
  • θά έχει καθρεφτιστεί
  • θά έχουμε καθρεφτιστεί
  • θά έχετε καθρεφτιστεί
  • θά έχουν καθρεφτιστεί