EL.png θερίζομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • θερίζομαι
  • θερίζεσαι
  • θερίζεται
  • θεριζόμαστε
  • θερίζεστε
  • θερίζονται

Υποτακτική

  • νά θερίζομαι
  • νά θερίζεσαι
  • νά θερίζεται
  • νά θεριζόμαστε
  • νά θερίζεστε
  • νά θερίζονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • θεριζόμουν
  • θεριζόσουν
  • θεριζόταν
  • θεριζόμαστε
  • θερίζόσαστε
  • θερίζονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά θερίζομαι
  • θά θερίζεσαι
  • θά θερίζεται
  • θά θεριζόμαστε
  • θά θερίζεστε
  • θά θερίζονται

Στιγμιαίος

  • θά θεριστώ
  • θά θεριστείς
  • θά θεριστεί
  • θά θεριστούμε
  • θά θεριστείτε
  • θά θεριστούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • θερίστηκα
  • θερίστηκες
  • θερίστηκε
  • θεριστήκαμε
  • θεριστήκατε
  • θερίστηκαν

Υποτακτική

  • νά θεριστώ
  • νά θεριστείς
  • νά θεριστεί
  • νά θεριστούμε
  • νά θεριστείτε
  • νά θεριστούν
 

Προστακτική

  • θερίσου
  • θεριστείτε

Απαρέμφατο

  • θεριστεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω θεριστεί
  • έχεις θεριστεί
  • έχει θεριστεί
  • έχουμε θεριστεί
  • έχετε θεριστεί
  • έχουν θεριστεί

Υποτακτική

  • νά έχω θεριστεί
  • νά έχεις θεριστεί
  • νά έχει θεριστεί
  • νά έχουμε θεριστεί
  • νά έχετε θεριστεί
  • νά έχουν θεριστεί
 

Μετοχή

  • θερισμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα θεριστεί
  • είχες θεριστεί
  • είχε θεριστεί
  • είχαμε θεριστεί
  • είχατε θεριστεί
  • είχαν θεριστεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω θεριστεί
  • θά έχεις θεριστεί
  • θά έχει θεριστεί
  • θά έχουμε θεριστεί
  • θά έχετε θεριστεί
  • θά έχουν θεριστεί