ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- θερίζομαι
- θερίζεσαι
- θερίζεται
- θεριζόμαστε
- θερίζεστε
- θερίζονται
Υποτακτική
- νά θερίζομαι
- νά θερίζεσαι
- νά θερίζεται
- νά θεριζόμαστε
- νά θερίζεστε
- νά θερίζονται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- θεριζόμουν
- θεριζόσουν
- θεριζόταν
- θεριζόμαστε
- θερίζόσαστε
- θερίζονταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά θερίζομαι
- θά θερίζεσαι
- θά θερίζεται
- θά θεριζόμαστε
- θά θερίζεστε
- θά θερίζονται
Στιγμιαίος
- θά θεριστώ
- θά θεριστείς
- θά θεριστεί
- θά θεριστούμε
- θά θεριστείτε
- θά θεριστούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- θερίστηκα
- θερίστηκες
- θερίστηκε
- θεριστήκαμε
- θεριστήκατε
- θερίστηκαν
Υποτακτική
- νά θεριστώ
- νά θεριστείς
- νά θεριστεί
- νά θεριστούμε
- νά θεριστείτε
- νά θεριστούν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω θεριστεί
- έχεις θεριστεί
- έχει θεριστεί
- έχουμε θεριστεί
- έχετε θεριστεί
- έχουν θεριστεί
Υποτακτική
- νά έχω θεριστεί
- νά έχεις θεριστεί
- νά έχει θεριστεί
- νά έχουμε θεριστεί
- νά έχετε θεριστεί
- νά έχουν θεριστεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα θεριστεί
- είχες θεριστεί
- είχε θεριστεί
- είχαμε θεριστεί
- είχατε θεριστεί
- είχαν θεριστεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω θεριστεί
- θά έχεις θεριστεί
- θά έχει θεριστεί
- θά έχουμε θεριστεί
- θά έχετε θεριστεί
- θά έχουν θεριστεί