EL.png θαυμάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • θαυμάζω
  • θαυμάζεις
  • θαυμάζει
  • θαυμάζουμε
  • θαυμάζετε
  • θαυμάζουν

Υποτακτική

  • νά θαυμάζω
  • νά θαυμάζεις
  • νά θαυμάζει
  • νά θαυμάζουμε
  • νά θαυμάζετε
  • νά θαυμάζουν
 

Προστακτική

  • θαύμαζε
  • θαυμάζετε

Μετοχή

  • θαυμάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • θαύμαζα
  • θαύμαζες
  • θαύμαζε
  • θαυμάζαμε
  • θαυμάζατε
  • θαύμαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά θαυμάζω
  • θά θαυμάζεις
  • θά θαυμάζει
  • θά θαυμάζουμε
  • θά θαυμάζετε
  • θά θαυμάζουν

Στιγμιαίος

  • θά θαυμάσω
  • θά θαυμάσεις
  • θά θαυμάσει
  • θά θαυμάσουμε
  • θά θαυμάσετε
  • θά θαυμάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • θαύμασα
  • θαύμασες
  • θαύμασε
  • θαυμάσαμε
  • θαυμάσατε
  • θαύμασαν

Υποτακτική

  • νά θαυμάσω
  • νά θαυμάσεις
  • νά θαυμάσει
  • νά θαυμάσουμε
  • νά θαυμάσετε
  • νά θαυμάσουν
 

Προστακτική

  • θαύμασε
  • θαυμάστε

Απαρέμφατο

  • θαυμάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω θαυμάσει
  • έχεις θαυμάσει
  • έχει θαυμάσει
  • έχουμε θαυμάσει
  • έχετε θαυμάσει
  • έχουν θαυμάσει

Υποτακτική

  • νά έχω θαυμάσει
  • νά έχεις θαυμάσει
  • νά έχει θαυμάσει
  • νά έχουμε θαυμάσει
  • νά έχετε θαυμάσει
  • νά έχουν θαυμάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα θαυμάσει
  • είχες θαυμάσει
  • είχε θαυμάσει
  • είχαμε θαυμάσει
  • είχατε θαυμάσει
  • είχαν θαυμάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω θαυμάσει
  • θά έχεις θαυμάσει
  • θά έχει θαυμάσει
  • θά έχουμε θαυμάσει
  • θά έχετε θαυμάσει
  • θά έχουν θαυμάσει