EL.png θαμπώνομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • θαμπώνομαι
  • θαμπώνεσαι
  • θαμπώνεται
  • θαμπωνόμαστε
  • θαμπώνεστε
  • θαμπώνονται

Υποτακτική

  • νά θαμπώνομαι
  • νά θαμπώνεσαι
  • νά θαμπώνεται
  • νά θαμπωνόμαστε
  • νά θαμπώνεστε
  • νά θαμπώνονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • θαμπωνόμουν
  • θαμπωνόσουν
  • θαμπωνόταν
  • θαμπωνόμαστε
  • θαμπώνόσαστε
  • θαμπώνονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά θαμπώνομαι
  • θά θαμπώνεσαι
  • θά θαμπώνεται
  • θά θαμπωνόμαστε
  • θά θαμπώνεστε
  • θά θαμπώνονται

Στιγμιαίος

  • θά θαμπωθώ
  • θά θαμπωθείς
  • θά θαμπωθεί
  • θά θαμπωθούμε
  • θά θαμπωθείτε
  • θά θαμπωθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • θαμπώθηκα
  • θαμπώθηκες
  • θαμπώθηκε
  • θαμπωθήκαμε
  • θαμπωθήκατε
  • θαμπώθηκαν

Υποτακτική

  • νά θαμπωθώ
  • νά θαμπωθείς
  • νά θαμπωθεί
  • νά θαμπωθούμε
  • νά θαμπωθείτε
  • νά θαμπωθούν
 

Προστακτική

  • θαμπώσου
  • θαμπωθείτε

Απαρέμφατο

  • θαμπωθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω θαμπωθεί
  • έχεις θαμπωθεί
  • έχει θαμπωθεί
  • έχουμε θαμπωθεί
  • έχετε θαμπωθεί
  • έχουν θαμπωθεί

Υποτακτική

  • νά έχω θαμπωθεί
  • νά έχεις θαμπωθεί
  • νά έχει θαμπωθεί
  • νά έχουμε θαμπωθεί
  • νά έχετε θαμπωθεί
  • νά έχουν θαμπωθεί
 

Μετοχή

  • θαμπωμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα θαμπωθεί
  • είχες θαμπωθεί
  • είχε θαμπωθεί
  • είχαμε θαμπωθεί
  • είχατε θαμπωθεί
  • είχαν θαμπωθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω θαμπωθεί
  • θά έχεις θαμπωθεί
  • θά έχει θαμπωθεί
  • θά έχουμε θαμπωθεί
  • θά έχετε θαμπωθεί
  • θά έχουν θαμπωθεί