ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ιδρώνω
- ιδρώνεις
- ιδρώνει
- ιδρώνουμε
- ιδρώνετε
- ιδρώνουν
Υποτακτική
- νά ιδρώνω
- νά ιδρώνεις
- νά ιδρώνει
- νά ιδρώνουμε
- νά ιδρώνετε
- νά ιδρώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ίδρωνα
- ίδρωνες
- ίδρωνε
- ιδρώναμε
- ιδρώνατε
- ίδρωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ιδρώνω
- θά ιδρώνεις
- θά ιδρώνει
- θά ιδρώνουμε
- θά ιδρώνετε
- θά ιδρώνουν
Στιγμιαίος
- θά ιδρώσω
- θά ιδρώσεις
- θά ιδρώσει
- θά ιδρώσουμε
- θά ιδρώσετε
- θά ιδρώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ίδρωσα
- ίδρωσες
- ίδρωσε
- ιδρώσαμε
- ιδρώσατε
- ίδρωσαν
Υποτακτική
- νά ιδρώσω
- νά ιδρώσεις
- νά ιδρώσει
- νά ιδρώσουμε
- νά ιδρώσετε
- νά ιδρώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ιδρώσει
- έχεις ιδρώσει
- έχει ιδρώσει
- έχουμε ιδρώσει
- έχετε ιδρώσει
- έχουν ιδρώσει
Υποτακτική
- νά έχω ιδρώσει
- νά έχεις ιδρώσει
- νά έχει ιδρώσει
- νά έχουμε ιδρώσει
- νά έχετε ιδρώσει
- νά έχουν ιδρώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ιδρώσει
- είχες ιδρώσει
- είχε ιδρώσει
- είχαμε ιδρώσει
- είχατε ιδρώσει
- είχαν ιδρώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ιδρώσει
- θά έχεις ιδρώσει
- θά έχει ιδρώσει
- θά έχουμε ιδρώσει
- θά έχετε ιδρώσει
- θά έχουν ιδρώσει