EL.png ιδρώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ιδρώνω
  • ιδρώνεις
  • ιδρώνει
  • ιδρώνουμε
  • ιδρώνετε
  • ιδρώνουν

Υποτακτική

  • νά ιδρώνω
  • νά ιδρώνεις
  • νά ιδρώνει
  • νά ιδρώνουμε
  • νά ιδρώνετε
  • νά ιδρώνουν
 

Προστακτική

  • ίδρωνε
  • ιδρώνετε

Μετοχή

  • ιδρώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ίδρωνα
  • ίδρωνες
  • ίδρωνε
  • ιδρώναμε
  • ιδρώνατε
  • ίδρωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ιδρώνω
  • θά ιδρώνεις
  • θά ιδρώνει
  • θά ιδρώνουμε
  • θά ιδρώνετε
  • θά ιδρώνουν

Στιγμιαίος

  • θά ιδρώσω
  • θά ιδρώσεις
  • θά ιδρώσει
  • θά ιδρώσουμε
  • θά ιδρώσετε
  • θά ιδρώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ίδρωσα
  • ίδρωσες
  • ίδρωσε
  • ιδρώσαμε
  • ιδρώσατε
  • ίδρωσαν

Υποτακτική

  • νά ιδρώσω
  • νά ιδρώσεις
  • νά ιδρώσει
  • νά ιδρώσουμε
  • νά ιδρώσετε
  • νά ιδρώσουν
 

Προστακτική

  • ίδρωσε
  • ιδρώστε

Απαρέμφατο

  • ιδρώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ιδρώσει
  • έχεις ιδρώσει
  • έχει ιδρώσει
  • έχουμε ιδρώσει
  • έχετε ιδρώσει
  • έχουν ιδρώσει

Υποτακτική

  • νά έχω ιδρώσει
  • νά έχεις ιδρώσει
  • νά έχει ιδρώσει
  • νά έχουμε ιδρώσει
  • νά έχετε ιδρώσει
  • νά έχουν ιδρώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ιδρώσει
  • είχες ιδρώσει
  • είχε ιδρώσει
  • είχαμε ιδρώσει
  • είχατε ιδρώσει
  • είχαν ιδρώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ιδρώσει
  • θά έχεις ιδρώσει
  • θά έχει ιδρώσει
  • θά έχουμε ιδρώσει
  • θά έχετε ιδρώσει
  • θά έχουν ιδρώσει