EL.png ησυχάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ησυχάζω
  • ησυχάζεις
  • ησυχάζει
  • ησυχάζουμε
  • ησυχάζετε
  • ησυχάζουν

Υποτακτική

  • νά ησυχάζω
  • νά ησυχάζεις
  • νά ησυχάζει
  • νά ησυχάζουμε
  • νά ησυχάζετε
  • νά ησυχάζουν
 

Προστακτική

  • ησύχαζε
  • ησυχάζετε

Μετοχή

  • ησυχάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ησύχαζα
  • ησύχαζες
  • ησύχαζε
  • ησυχάζαμε
  • ησυχάζατε
  • ησύχαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ησυχάζω
  • θά ησυχάζεις
  • θά ησυχάζει
  • θά ησυχάζουμε
  • θά ησυχάζετε
  • θά ησυχάζουν

Στιγμιαίος

  • θά ησυχάσω
  • θά ησυχάσεις
  • θά ησυχάσει
  • θά ησυχάσουμε
  • θά ησυχάσετε
  • θά ησυχάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ησύχασα
  • ησύχασες
  • ησύχασε
  • ησυχάσαμε
  • ησυχάσατε
  • ησύχασαν

Υποτακτική

  • νά ησυχάσω
  • νά ησυχάσεις
  • νά ησυχάσει
  • νά ησυχάσουμε
  • νά ησυχάσετε
  • νά ησυχάσουν
 

Προστακτική

  • ησύχασε
  • ησυχάστε

Απαρέμφατο

  • ησυχάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ησυχάσει
  • έχεις ησυχάσει
  • έχει ησυχάσει
  • έχουμε ησυχάσει
  • έχετε ησυχάσει
  • έχουν ησυχάσει

Υποτακτική

  • νά έχω ησυχάσει
  • νά έχεις ησυχάσει
  • νά έχει ησυχάσει
  • νά έχουμε ησυχάσει
  • νά έχετε ησυχάσει
  • νά έχουν ησυχάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ησυχάσει
  • είχες ησυχάσει
  • είχε ησυχάσει
  • είχαμε ησυχάσει
  • είχατε ησυχάσει
  • είχαν ησυχάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ησυχάσει
  • θά έχεις ησυχάσει
  • θά έχει ησυχάσει
  • θά έχουμε ησυχάσει
  • θά έχετε ησυχάσει
  • θά έχουν ησυχάσει