EL.png ζωγραφίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ζωγραφίζω
  • ζωγραφίζεις
  • ζωγραφίζει
  • ζωγραφίζουμε
  • ζωγραφίζετε
  • ζωγραφίζουν

Υποτακτική

  • νά ζωγραφίζω
  • νά ζωγραφίζεις
  • νά ζωγραφίζει
  • νά ζωγραφίζουμε
  • νά ζωγραφίζετε
  • νά ζωγραφίζουν
 

Προστακτική

  • ζωγράφιζε
  • ζωγραφίζετε

Μετοχή

  • ζωγραφίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ζωγράφιζα
  • ζωγράφιζες
  • ζωγράφιζε
  • ζωγραφίζαμε
  • ζωγραφίζατε
  • ζωγράφιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ζωγραφίζω
  • θά ζωγραφίζεις
  • θά ζωγραφίζει
  • θά ζωγραφίζουμε
  • θά ζωγραφίζετε
  • θά ζωγραφίζουν

Στιγμιαίος

  • θά ζωγραφίσω
  • θά ζωγραφίσεις
  • θά ζωγραφίσει
  • θά ζωγραφίσουμε
  • θά ζωγραφίσετε
  • θά ζωγραφίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ζωγράφισα
  • ζωγράφισες
  • ζωγράφισε
  • ζωγραφίσαμε
  • ζωγραφίσατε
  • ζωγράφισαν

Υποτακτική

  • νά ζωγραφίσω
  • νά ζωγραφίσεις
  • νά ζωγραφίσει
  • νά ζωγραφίσουμε
  • νά ζωγραφίσετε
  • νά ζωγραφίσουν
 

Προστακτική

  • ζωγράφισε
  • ζωγραφίστε

Απαρέμφατο

  • ζωγραφίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ζωγραφίσει
  • έχεις ζωγραφίσει
  • έχει ζωγραφίσει
  • έχουμε ζωγραφίσει
  • έχετε ζωγραφίσει
  • έχουν ζωγραφίσει

Υποτακτική

  • νά έχω ζωγραφίσει
  • νά έχεις ζωγραφίσει
  • νά έχει ζωγραφίσει
  • νά έχουμε ζωγραφίσει
  • νά έχετε ζωγραφίσει
  • νά έχουν ζωγραφίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ζωγραφίσει
  • είχες ζωγραφίσει
  • είχε ζωγραφίσει
  • είχαμε ζωγραφίσει
  • είχατε ζωγραφίσει
  • είχαν ζωγραφίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ζωγραφίσει
  • θά έχεις ζωγραφίσει
  • θά έχει ζωγραφίσει
  • θά έχουμε ζωγραφίσει
  • θά έχετε ζωγραφίσει
  • θά έχουν ζωγραφίσει