EL.png ζώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ζώ
  • ζείς
  • ζεί
  • ζούμε
  • ζείτε
  • ζούν

Υποτακτική

  • νά ζώ
  • νά ζείς
  • νά ζεί
  • νά ζούμε
  • νά ζείτε
  • νά ζούν
 

Προστακτική

  • ζεί
  • ζείτε

Μετοχή

  • ζώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ζούσα
  • ζούσες
  • ζούσε
  • ζούσαμε
  • ζείτε
  • ζούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ζώ
  • θά ζείς
  • θά ζεί
  • θά ζούμε
  • θά ζείτε
  • θά ζούν

Στιγμιαίος

  • θά ζήσω
  • θά ζήσεις
  • θά ζήσει
  • θά ζήσουμε
  • θά ζήσετε
  • θά ζήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έζησα
  • έζησες
  • έζησε
  • ζήσαμε
  • ζήσατε
  • έζησαν

Υποτακτική

  • νά ζήσω
  • νά ζήσεις
  • νά ζήσει
  • νά ζήσουμε
  • νά ζήσετε
  • νά ζήσουν
 

Προστακτική

  • ζήσε
  • ζήστε

Απαρέμφατο

  • ζήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ζήσει
  • έχεις ζήσει
  • έχει ζήσει
  • έχουμε ζήσει
  • έχετε ζήσει
  • έχουν ζήσει

Υποτακτική

  • νά έχω ζήσει
  • νά έχεις ζήσει
  • νά έχει ζήσει
  • νά έχουμε ζήσει
  • νά έχετε ζήσει
  • νά έχουν ζήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ζήσει
  • είχες ζήσει
  • είχε ζήσει
  • είχαμε ζήσει
  • είχατε ζήσει
  • είχαν ζήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ζήσει
  • θά έχεις ζήσει
  • θά έχει ζήσει
  • θά έχουμε ζήσει
  • θά έχετε ζήσει
  • θά έχουν ζήσει